κύπρος

κύπρος
I
Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία,
πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι, 18% Τουρκοκύπριοι και το
υπόλοιπο Αρμένιοι και Μαρωνίτες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της απογραφής του 1974, καθώς τα
μεταγενέστερα στοιχεία χαρακτηρίζονται ανακριβή από τις εμπλεκόμενες πλευρές. Μετά το 1974 η Κ.
είναι χωρισμένη ντε φάκτο σε δύο ζώνες: την κατεχόμενη από την Τουρκία περιοχή και τις ελεύθερες
περιοχές που αναγνωρίζονται διεθνώς ως Κυπριακή Δημοκρατία και είναι μέλος της διεθνούς κοινότητας.
Μετά το 1983 η κατεχόμενη Κ. ανακηρύχθηκε σε ψευδοκράτος χωρίς καμία διεθνή αναγνώριση.Διοικητική διαίρεση. Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1960, η Κ. είναι ενιαίο κράτος και χωρίζεται σε έξι επαρχίες (σε παρένθεση ο πληθυσμός σύμφωνα με την απογραφή του 2001 στις ελεύθερες περιοχές):
Αμμοχώστου (37.738· μόνο το ελεύθερο τμήμα), Κυρήνειας (δεν υπάρχουν στοιχεία, εξ ολοκλήρου
κατεχόμενη), Λάρνακας (115.266), Λεμεσού (197.300), Λευκωσίας (273.129) και Πάφου (66.038). Εκτός από την Κυρήνεια, κατεχόμενο είναι το μεγαλύτερο μέρος της επαρχίας Αμμοχώστου και μικρά τμήματα των επαρχιών Λευκωσίας και Λάρνακας.Επίσημες γλώσσες είναι η ελληνική, η τουρκική και η αγγλική. Στο σύνολο του νησιού εκτιμάται ότι οι Ελληνοκύπριοι είναι περίπου το 80% του πληθυσμού, οι Τουρκοκύπριοι το 18% ενώ το υπόλοιπο 2% διάφορες εθνότητες (Αρμένιοι, Μαρωνίτες κ.ά.)Η Κυπριακή Δημοκρατία παρουσιάζει ιδιόμορφη πολιτική και συνταγματική δομή. Ανεξάρτητη από το 1959 (σύμφωνα με την τριμερή συνθήκη της 19ης Φεβρουαρίου 1959, μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στην αγγλική κυριαρχία), είναι δημοκρατία στο πλαίσιο της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, βάσει του Cyprus Action 1960.
Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1960, υπήρχε ένα σύστημα διακυβέρνησης στο οποίο συμμετείχαν οι δύο κοινότητες, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή. Η ελληνοκυπριακή εξέλεγε τον πρόεδρο και η τουρκοκυπριακή τον αντιπρόεδρο, οι οποίοι ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία. Τη νομοθετική εξουσία ασκούσε η Βουλή των Αντιπροσώπων, της οποίας το 70% των μελών εκλεγόταν από τους Ελληνοκυπρίους και το 30% από τους Τουρκοκυπρίους. Η θητεία των μελών της βουλής ήταν 5ετής. Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 η εφαρμογή του συντάγματος, που εξακολουθεί τυπικά να ισχύει, ανεστάλη και την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο οποίος ορίζει την κυβέρνηση, τα μέλη της οποίας δεν μπορούν να είναι βουλευτές. Ο πρόεδρος της δημοκρατίας έχει το δικαίωμα αναπομπής νόμων ή αποφάσεων της βουλής ή του προϋπολογισμού και το δικαίωμα αναπομπής αποφάσεων του υπουργικού συμβουλίου. Επίσης έχει το δικαίωμα οριστικής αρνησικυρίας (βέτο) αποφάσεων του υπουργικού συμβουλίου, νόμων και αποφάσεων της βουλής που αφορούν τις εξωτερικές θέσεις, την άμυνα ή την ασφάλεια. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, η οποία απαρτίζεται από 80 μέλη (εκλέγονται μόνο οι 56 Ελληνοκύπριοι). Το εκλογικό σύστημα για την ανάδειξη των μελών της βουλής ήταν αρχικά πλειοψηφικό, μετατράπηκε σε σύστημα ενισχυμένης αναλογικής το 1979 για να καταλήξει σε σύστημα απλής αναλογικής τον Ιούλιο του 1995. Στη βουλή εκπροσωπούνται επίσης και οι θρησκευτικές ομάδες των Μαρωνιτών, των Αρμενίων και των Λατίνων που εκλέγουν η καθεμία από έναν αντιπρόσωπο, οι οποίοι παρίστανται στις συνεδρίες χωρίς δικαίωμα συμμετοχής στις συζητήσεις της ολομέλειας. Διατηρούν ωστόσο το δικαίωμα να θέτουν τις απόψεις τους σε οποιοδήποτε όργανο ή επιτροπή της βουλής για θέματα σχετικά με τις θρησκευτικές τους ομάδες. Συμμετέχουν ως πλήρη μέλη στην κοινοβουλευτική επιτροπή παιδείας και μπορούν να παρίστανται σε όλες τις άλλες κοινοβουλευτικές επιτροπές.Στις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 2003, πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Τάσσος Παπαδόπουλος με 213.353 ψήφους ή ποσοστό 51,51% των έγκυρων ψηφοδελτίων, ο οποίος υποστηρίχτηκε από τα κόμματα ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΚΙΣΟΣ και το Κίνημα Οικολόγων Περιβαλλοντιστών.
Κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 27 Μαΐου 2001, το AKEΛ – Aριστερά-Nέες Δυνάμεις έλαβε ποσοστό 34,71%, εξασφαλίζοντας 20 έδρες, ο Δημοκρατικός Συναγερμός, ποσοστό 34% εξασφαλίζοντας 19 έδρες, το Δημοκρατικό Κόμμα ποσοστό 14,84% εξασφαλίζοντας 9 έδρες, το Κίνημα Σοσιαλδημοκρατών 6,51% και 4 έδρες. Οι Νέοι Ορίζοντες εξασφάλισαν ποσοστό 3% και 1 έδρα, οι Ενωμένοι Δημοκράτες ποσοστό 2,59% και 1 έδρα, το ΑΔΗΚ ποσοστό 2,16% και 1 έδρα και οι Οικολόγοι Περιβαλλοντιστές ποσοστό 1,98% και 1 έδρα. Ανεξάρτητοι υποψήφιοι δεν εξασφάλισαν κοινοβουλευτική έδρα.Η απονομή της δικαιοσύνης ασκείται από την ξεχωριστή και ανεξάρτητη δικαστική εξουσία του νησιού από τα ακόλουθα δικαστήρια: ανώτατο δικαστήριο της δημοκρατίας, κακουργιοδικεία (τρία μόνιμα κακουργιοδικεία για όλες τις επαρχίες), επαρχιακά δικαστήρια, στρατιωτικό δικαστήριο, δικαστήριο εργατικών διαφορών, δικαστήρια ελέγχου ενοικιάσεων και οικογενειακά δικαστήρια. Το ανώτατο δικαστήριο αποτελείται από 13 δικαστές, από τους οποίους ο ένας είναι ο πρόεδρος, και αποφασίζει τόσο σε δευτεροβάθμιο επίπεδο για τις αποφάσεις των άλλων δικαστηρίων όσο και για συνταγματικά και διοικητικά θέματα.Η ελληνική κοινότητα ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία της Κ. που είναι αυτοκέφαλη. Οι Τουρκοκύπριοι, αντίθετα, ασπάζονται τη μουσουλμανική θρησκεία σουνιτικού δόγματος. Υπάρχουν επίσης και μειονότητες Αρμενίων, καθολικών, μαρωνιτικού και λατινικού δόγματος, καθώς και αγγλικανοί προτεστάντες.Η πρωτοβάθμια εκπαίδευση είναι εξαετής, δωρεάν και υποχρεωτική. Ο αναλφαβητισμός περιορίζεται στο 3,2%. Η μέση εκπαίδευση παρέχεται επίσης δωρεάν και χωρίζεται σε δύο τριετείς κύκλους. Ο πρώτος (γυμνάσιο) είναι υποχρεωτικός. Ο δεύτερος (λύκειο ή επαγγελματική εκπαίδευση) είναι προαιρετικός. Υπάρχουν πολλά ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα (κρατικά και ιδιωτικά). Το 1992 δημιουργήθηκε το Πανεπιστήμιο της Κ.Το σύνταγμα του 1960 προέβλεπε τη σύσταση ενός στρατού από 2.000 άνδρες, που θα απαρτιζόταν κατά ποσοστό 60% από Ελληνοκύπριους και κατά 40% από Τουρκοκύπριους και θα είχε τη φροντίδα της εθνικής άμυνας και της εσωτερικής ασφάλειας. Εξαιτίας της ασυμφωνίας μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων (οι δεύτεροι ζητούσαν τον χωρισμό των ταγμάτων με εθνικά κριτήρια, προβάλλοντας τις διαφορές διατροφής, θρησκείας κ.ά.), δεν στάθηκε δυνατόν, πριν από την κρίση του 1963, να εγκριθεί το σχετικό με το εθνικό στράτευμα νομοσχέδιο. Το 1964 οι Ελληνοκύπριοι βουλευτές ψήφισαν τη σύσταση της Εθνοφρουράς, στην οποία συμμετέχουν υποχρεωτικά όλοι οι Ελληνοκύπριοι από 18 έως 50 ετών με θητεία 18 μήνες, η οποία αργότερα μετατράπηκε σε 26 μήνες.
Από το 1964 και μετά είναι παρούσα στο νησί μια ειρηνευτική δύναμη του OHE. Η Ελλάδα και η Τουρκία διατηρούν στρατιωτικές δυνάμεις σύμφωνα με τις διεθνείς συμφωνίες. Η Μεγάλη Βρετανία διατηρεί, τέλος, την κυριαρχία δύο στρατιωτικών βάσεων (Ακρωτηρίου και Δεκέλειας).Κάθε εργαζόμενος και οι εξαρτώμενοι από αυτόν καλύπτονται ασφαλιστικά για ανεργία, ασθένεια, εγκυμοσύνη, χηρεία, τραυματισμό κατά τη διάρκεια της εργασίας κλπ. Υπάρχει πλήρης συνταξιοδότηση.Το γεωγραφικό περίγραμμα της Κ. είναι αποτέλεσμα διαρρήξεων και μεταπτώσεων κατά το τέλος της πλειοκαίνου εποχής και στις αρχές της τεταρτογενούς περιόδου, που προκάλεσαν την αποκοπή του νησιού από τις πτυχώσεις του Ταύρου. Η βόρεια οροσειρά του Πενταδάκτυλου αποτελείται από πολύ διαβρωμένα ασβεστολιθικά πετρώματα της τριασικής περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Τελείως διαφορετική είναι η δομή του νότιου ορεινού συστήματος (Τρόοδος), με υπεροχή εκρηξιγενών πετρωμάτων. Σε ενδιάμεση θέση εκτείνεται η πεδιάδα της Μεσαορίας, μεγάλο βαθούλωμα που καλύπτεται από ιζηματογενές έδαφος της πλειστοκαίνου, το όποιο καλύπτεται εν μέρει από ολοκαινικές προσχώσεις.ο νησί της Κ., του οποίου η ονομασία έχει αβέβαιη προέλευση και αναφέρεται πρώτη φορά στα ομηρικά έπη (αλλά ήδη στη νεολιθική εποχή υπήρχε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Χοιροκοιτία, ονομασία που διατηρείται μέχρι και σήμερα σε ένα χωριό της επαρχίας της Λάρνακας), προβάλλει με το χαρακτηριστικό του σχήμα στο βορειοανατολικό άκρο της ανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση μόλις 65 χλμ. από τις τουρκικές ακτές της Κιλικίας, με την οποία το συνδέουν η γεωγραφική ομοιότητα και, κατά μεγάλο μέρος, η ίδια φύση του εδάφους.
Η δομή του νησιού είναι πολύ απλή. Το κεντρικό μέρος αποτελείται από μία περίπου ομοιόμορφη πεδιάδα, που περιορίζεται από όχι πολύ ψηλές και προσανατολισμένες κατά μήκος οροσειρές. Το κεντρικό επίπεδο τμήμα ανοίγει προς τη θάλασσα με τους κόλπους της Μόρφου και της Αμμοχώστου. Η βόρεια οροσειρά της Κυρήνειας (Πενταδάκτυλου), που φτάνει το ύψος των 1.023 μ. με τις απότομες πλαγιές, είναι ιδιαίτερα ξηρή εξαιτίας του πορώδους εδάφους και επεκτείνεται προς τα ΒΑ στη στενή χερσόνησο της Κάρπας.
Η νότια οροσειρά του Ολύμπου, αντίθετα, με πιο ψηλό βουνό το όρος Τρόοδος (1.953 μ.), είναι καλυμμένη κατά ένα μέρος από πυκνά πευκοδάση. Η μετεωρική διάβρωση εκεί ήταν πολύ έντονη, σχηματίζοντας βαθιά χαρακωμένες ράχες και πλαγιές.
Ανάμεσα σε δύο περιφερειακές οροσειρές εκτείνεται η Μεσαριά ή Μεσαορία, που διασχίζεται από τους ποταμούς Πεδιαίο και Γιαλιά, τα νερά των οποίων χρησιμοποιούνται για άρδευση. Το έδαφος που καλύπτεται από ένα πυκνό γόνιμο στρώμα γης καλλιεργείται πολύ, καθώς αυτή είναι η πιο εύφορη και κατοικημένη περιοχή του νησιού.
Οι ακτές του νησιού παρέχουν ενδείξεις για τη διαμόρφωση του αναγλύφου που είναι ευθύγραμμο και ομοιόμορφο στον βορρά, όπου εκτείνονται οι ακτές σε μικρή απόσταση από τις κορυφογραμμές του Πενταδάκτυλου, και πιο ποικίλο στον νότο, όπου ο όγκος του Τρόοδους υποχωρεί αρκετά σε σύγκριση με τη γραμμή των ακτών και με αυτό τον τρόπο παρέχει τη δυνατότητα στους χειμάρρους να σχηματίσουν πλατωσιές με χαλίκια. Αντίθετα, αλλού, η μορφολογία του εδάφους παρουσιάζει ευθύγραμμες ομοιόμορφες ακτές (δυτικές ακτές) ή ακόμα οδοντωτές ακτές με μικρές χερσονήσους.Η νησιωτική φύση της Κ. και η θέση της στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου, ανάμεσα σε δύο περιοχές με ξηρό κλίμα (Μικρά Ασία και Συρία), συντελούν στον καθορισμό του κλίματος του νησιού, που παρουσιάζεται με ήπιους χειμώνες και πολύ ζεστά καλοκαίρια. Έχει επίσης έναν πολύ περιορισμένο αριθμό βροχερών ημερών, υψηλή ηλιοφάνεια, που έχει ως συνέπεια την ξηρότητα του τοπίου το καλοκαίρι και, τέλος, πολύ χαμηλές τιμές σχετικής υγρασίας. Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ακόμα πιο έντονα στην ανατολική Μεσαορία και στην παρακείμενη παραθαλάσσια ζώνη. Οι παραθαλάσσιες περιοχές, αντίθετα, έχουν πιο ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες εξαιτίας των περισσότερων βροχοπτώσεων. Οι απόλυτες τιμές των βροχοπτώσεων είναι πολύ χαμηλές, εξαιτίας του μικρού ύψους των βουνών, τα οποία δεν είναι σε θέση να συλλάβουν τους πνέοντες ανέμους στο νησί. Οι μεγαλύτερες τιμές, γύρω στα 1.000 χιλιοστά, καταγράφονται στις κορυφές του Τρόοδους, ενώ οι χαμηλότερες (κάτω από 300 χιλιοστά) αντιστοιχούν στη Μεσαορία. Αλλά πιο ενδεικτική από την απόλυτη ποσότητα βροχοπτώσεων είναι η κατανομή τους κατά τη διάρκεια του έτους, η οποία και χαρακτηρίζει το ξηρό κλίμα της Κ. Μεγάλο μέρος της Κ. έχει κατά μέσο όρο 70 βροχερές μέρες τον χρόνο, που κατέρχονται σε 60 στην περιοχή της Λευκωσίας. Η περίοδος Μαΐου-Αυγούστου είναι η πιο ξηρή, τόσο ώστε να μεταβάλλει το νησί σε μία έρημο και να προκαλεί ζημιές στις καλλιέργειες. Κατά τη διάρκεια αυτών των μηνών υπάρχει συνεχώς ηλιοφάνεια, η θερμοκρασία ανεβαίνει και η υγρασία μειώνεται αγγίζοντας πολύ χαμηλές τιμές.Η χλωρίδα του νησιού είναι μεσογειακού τύπου και παρουσιάζει ομοιότητες με τη βλάστηση της Συρίας και της Μικράς Ασίας. Την άνοιξη, μετά τις χειμωνιάτικες βροχές, το νησί καλύπτεται από λουλούδια. Στους αρχαίους χρόνους εμπορεύονταν με επιτυχία τα πολυάριθμα αποστάγματα λουλουδιών.
Έτσι, από το λάβδανο (Lavdanum) παρήγαγαν θεραπευτικά αφεψήματα και από την τερέβινθο ένα εκλεκτό άρωμα. Η ορεινή ζώνη, που ενάμιση αιώνα πριν ήταν απόλυτα απογυμνωμένη και ήταν αντικείμενο συνεχούς διάβρωσης από τα επιφανειακά ύδατα, ύστερα από την αναδάσωση που έγινε, καλύπτεται ξανά από δάση πεύκων και κυπαρισσιών –των οποίων η ονομασία έχει κοινή ρίζα με την ονομασία της Κ.– επειδή τα κυπαρίσσια ήταν πολύ διαδεδομένα στο νησί κατά την αρχαιότητα. Στις κοιλάδες υπάρχουν πολλές καρυδιές και πλάτανοι.
Η Κ. διαθέτει μια πλούσια πανίδα. Αρκετά είδη είναι κοινά με αυτά του ελλαδικού χώρου, ενώ υπάρχουν και ορισμένα που απαντώνται αποκλειστικά στη μεγαλόνησο, όπως το αγρινό, που αποτελεί προστατευόμενο είδος της τοπικής πανίδας.Η υδρογραφία της Κ. διαφοροποιείται εξαιτίας της γεωγραφικής δομής του νησιού, με τις οροσειρές (τοποθετημένες) στο περιθώριο, με την πολύ λίγο επικλινή μεγάλη πεδιάδα του μέσου και επιπλέον από τις κλιματολογικές συνθήκες. Όλα αυτά αποτελούν τις αιτίες για ένα υδρογραφικό δίκτυο αποτελούμενο βασικά από χειμάρρους. Ξηροί το καλοκαίρι, τουλάχιστον στο χαμηλότερο μέρος τους, είναι πλούσιοι σε νερά κατά τη διάρκεια του χειμώνα, εξαιτίας των βροχών, σε σημείο ώστε να προκαλούνται συχνά υπερχειλίσεις, ενίοτε με καταστροφικές συνέπειες.Προέλευση, μεταβολές του πληθυσμού και εθνολογική σύνθεση. Τα πιο αρχαία ίχνη ανθρώπου στην Κ. ανάγονται στη νεολιθική εποχή. Το νησί πάντοτε λειτουργούσε ως φυσική γέφυρα ανάμεσα στους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και της Ευρώπης.
Οι πρώτοι άποικοι, που ίσως προέρχονταν από τη Μικρά Ασία, δημιούργησαν τον αγροτικό πολιτισμό και έχτισαν σπίτια με τοίχους από λάσπη και θολωτές σκεπές. Λεπτοδουλεμένα βάζα από πέτρα και από άργιλο μαρτυρούν την ανάπτυξη του πολιτισμού στο νησί, το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, αποικίστηκε από Μυκηναίους περίπου κατά τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. Νωρίτερα (κατά τη διάρκεια ολόκληρης της εποχής του χαλκού) το νησί, χάρη στα ορυχεία χαλκού και στα δάση που παρείχαν ξυλεία για την κατασκευή πλοίων, είχε φτάσει σε αξιοσημείωτη άνθηση, που επρόκειτο να διατηρηθεί στη διάρκεια ολόκληρης της κλασικής αρχαιότητας, δικαιολογώντας τη ζέση των εμπορικών σχέσεων με τις ακτές της Μεσογείου. Γι’ αυτό και εγκαταστάθηκαν εκεί κατά καιρούς Φοίνικες, Ασσύριοι, Πέρσες και Αιγύπτιοι.
Αργότερα η Κ. περιήλθε στους Ρωμαίους, κατόπιν στους Βυζαντινούς και στη συνέχεια στους Άραβες.
Οι Ρωμαίοι εισήγαγαν την καλλιέργεια του αμπελιού και ανέπτυξαν τα δημητριακά, διευκολύνοντας με την πραγματοποίηση υδραυλικών έργων μια πιο μόνιμη εγκατάσταση στους πεδινούς χώρους, ενώ ακολούθως οι Άραβες έκαναν γνωστή και διέδωσαν την καλλιέργεια των εσπεριδοειδών.
Σημαντική στρατιωτική βάση των χριστιανών εναντίον των μουσουλμάνων, πέρασε στη συνέχεια στη σφαίρα επιρροής των Γενοβέζων και των Ενετών που εγκατέστησαν εκεί αποικίες τους. Με την τουρκική κατάκτηση του 1571 άρχισε η πολιτική και οικονομική υποταγή του νησιού στην Οθωμανική αυτοκρατορία που συνεχίστηκε έως το 1878 και αποτέλεσε περίοδο παρακμής. Την τουρκική διαδέχτηκε η βρετανική κυριαρχία, η οποία όμως διευκόλυνε τη θετική εξέλιξη της οικονομίας στο νησί.
Παρά το γεγονός ότι το νησί είναι πιο κοντά στις ασιατικές ακτές, το ελληνικό στοιχείο διατήρησε πάντοτε, ακόμα και κατά τη διάρκεια της τουρκικής κυριαρχίας, την πλειονότητα.
Σήμερα ο ελληνικός πληθυσμός αντιπροσωπεύει το 80% του συνολικού και, πιστός στην εμπορική του παράδοση, κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου, που είναι κυρίως διαμετακομιστικό ανάμεσα στην ύπαιθρο και στη θάλασσα, μέσω της οποίας πραγματοποιούνται οι σημαντικές εξαγωγές φρούτων και πρώιμων κηπευτικών.Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά για τον αριθμό του κυπριακού πληθυσμού κατά την αρχαιότητα. Πιθανώς κατά τη ρωμαϊκή εποχή να πλησίαζε το μισό εκατομμύριο· συνεπώς, δεν απείχε και πολύ από τα σημερινά αριθμητικά δεδομένα. Κατά τη διάρκεια όμως της μακρόχρονης τουρκικής κατοχής, εξαιτίας των διωγμών και της συνεπακόλουθης μετανάστευσης, ο πληθυσμός μειώθηκε περίπου στις 300.000 και έφτασε κατά τα μέσα του 19oυ αι. μόλις στους 80.000. Τα πρώτα αξιόπιστα στοιχεία ανάγονται στο 1881, όταν οι Άγγλοι έκαναν την πρώτη απογραφή στο νησί: 186.000 κάτοικοι, από τους οποίους πάνω από το 20% ήταν τουρκόφωνοι.
Τον 20ό αι. η δημογραφική αύξηση άρχισε να εμφανίζει όλο και μεγαλύτερες τιμές, παρά το ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα –σχεδόν αποκλειστικά από Έλληνες– προς τη Μεγάλη Βρετανία, την Αίγυπτο και άλλες αφρικανικές χώρες, τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική και την Αυστραλία, χάρη σε μια αυξημένη γεννητικότητα και μια αρκετά περιορισμένη θνησιμότητα, με αντίστοιχους δείκτες 21,7‰ και 6,4‰. Πραγματικά, ο πληθυσμός ανήλθε από 310.000 το 1921, στις 450.000 κατά το τέλος του B’ Παγκοσμίου πολέμου, ενώ στο ίδιο διάστημα μόνο στη Βρετανία είχαν μεταναστεύσει 50.000 Κύπριοι. Η μετανάστευση είναι σημαντική ακόμα και σήμερα (Βρετανία, ΗΠΑ, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία κ.α.).
Με την τουρκική εισβολή του 1974, ο ελληνοκυπριακός πληθυσμός, που αποτελεί περίπου το 80% του συνόλου, κατέφυγε στις ελεύθερες περιοχές και ο τουρκοκυπριακός, περίπου 18%, στις κατεχόμενες. Στις ελεύθερες περιοχές κατοικούν, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, 624.754 Κύπριοι υπήκοοι και 64.811 ξένοι υπήκοοι (9,4% του συνόλου). Οι Κύπριοι υπήκοοι κατανέμονται σε εθνικές ομάδες ως εξής (σύμφωνα με την απογραφή του 2001): 618.455 Ελληνοκύπριοι, 3.658 Μαρωνίτες, 1.341 Αρμένιοι, 279 Λατίνοι και 360 Τουρκοκύπριοι. Οι ξένοι υπήκοοι προέρχονται από τις εξής χώρες: Ελλάδα (17.459), Μεγάλη Βρετανία (11.870), Ρωσία (4.952), Σρι Λάνκα (4.939), Φιλιππίνες (3.245), Βουλγαρία (2.411), Ρουμανία (1.778), Συρία (1.424), Ινδία (1.313), Ουκρανία (1.259), Σερβία και Μαυροβούνιο (1.190), και άλλες χώρες (12.971).
Η σύγχρονη δημογραφική κατανομή στην Κ. είναι ανομοιόμορφη. Η περιοχή της Λευκωσίας, όπου κυριαρχεί η καλλιέργεια των δημητριακών στα εδάφη της Μεσαορίας, είναι η πιο πυκνοκατοικημένη. Στην παραλιακή μεσογειακή ζώνη, στις περιοχές της Λεμεσού και της Λάρνακας, που συγκεντρώνουν τις πιο μεγάλες εμπορικές, αγροτικές και βιομηχανικές δραστηριότητες, βρίσκονται οι πόλοι έλξης του νησιού. Η περιοχή της Λεμεσού παρουσιάζει την πιο μεγάλη δημογραφική ανάπτυξη και αυτό αποτελεί γεγονός ήδη από το μακρινό παρελθόν, εξαιτίας των εξαιρετικών προσβάσεων που ευνοούσαν τις έντονες σχέσεις με την Αίγυπτο, τη Συρία και το Ισραήλ.
Μετά την τουρκική εισβολή του Ιουλίου του 1974 σημειώθηκε βίαιη ανακατανομή του πληθυσμού με τη συγκέντρωση περισσότερων από 200.000 Ελληνοκυπρίων προσφύγων στο νότιο τμήμα του νησιού. Στο υπόδουλο βόρειο τμήμα μεταφέρθηκαν τουρκικά στρατεύματα και Τούρκοι έποικοι από τη μικρασιατική ακτή, με σκοπό να ενισχυθεί το τουρκικό στοιχείο (περίπου 30.000 στρατιώτες και 80.000 έποικοι).Το 1881 κατοικούσε στην ύπαιθρο το 83% του πληθυσμού, αλλά το ποσοστό αυτό είχε μειωθεί σε 31,2% το 2001.
Τα χωριά, που αποτελούν την πλέον ενδιαφέρουσα όψη των οικισμών της Κ., συχνά πολύ κοντά το ένα με το άλλο, είναι πολύ γραφικά, κυρίως στη βόρεια ζώνη του όρους Τρόοδος, και είναι διατεταγμένα κατά μήκος των κυριότερων δρόμων, όπως στα ΝΔ της Λευκωσίας. Τα σπίτια, που έχουν συνήθως έναν όροφο, είναι χτισμένα με πέτρες και ξεραμένες στον ήλιο πλίνθες. Η σκεπή (συχνά στηρίζεται σε ένα κεντρικό πέτρινο τόξο) αποτελείται από οριζόντια δοκάρια καλυμμένα με μπαγδατί.Ο αστικός κυπριακός πληθυσμός, που αντιστοιχεί στους κατοίκους των πρωτευουσών των έξι διοικητικών διαιρέσεων (διαμερισμάτων), αντιπροσωπεύει το 68,8% του συνολικού πληθυσμού.
Τα κυριότερα κέντρα βρίσκονται βασικά κατά μήκος της ακτής (Λεμεσός, Λάρνακα και Αμμόχωστος) και διαμορφώθηκαν με βάση τις εμπορικές σχέσεις με τη Συρία και την Αίγυπτο. Κατά τον ίδιο τρόπο, λόγω του εμπορίου, αναπτύχθηκε το μεγαλύτερο κέντρο, η Λευκωσία, στο εσωτερικό, στην αγροτική ζώνη, που πλεονεκτεί εξαιτίας αυτής της οδικής σύνδεσής του με την ακτή.
Όλες οι κυπριακές πόλεις έχουν κοινά χαρακτηριστικά: το παλαιό κέντρο που διατηρεί ακόμα μεσαιωνικό χρώμα και συχνά περιβάλλεται από ενετικά τείχη, ανοιχτό προς την κατεύθυνση του λιμανιού στις παράλιες πόλεις, έρχεται σε αντίθεση με τα λευκά, μοντέρνα σπίτια των νέων συνοικιών. Το ιστορικό κέντρο διατηρεί την εμπορική σημασία του και από αυτό ξεκινούν όλοι οι δρόμοι προς τις περιφερειακές ζώνες.
Κυριότερες πόλεις της χώρας είναι σήμερα (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2001, για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ. αντίστοιχα λήμματα) η Λάρνακα (46.666), η Λεμεσός (94.250), η Λευκωσία (47.832 στον δήμο, περίπου 195.000 στην ευρύτερη περιοχή πρωτευούσης) και η Πάφος (26.530).
Στην K. υπάρχουν 33 δήμοι από τους οποίους οι 9 βρίσκονται στα κατεχόμενα από τους Τούρκους εδάφη.Η εισβολή της Τουρκίας και η κατοχή περίπου του 40% της νήσου δημιούργησε στην αρχή πολλά προβλήματα. Στη συνέχεια η οικονομία των ελεύθερων περιοχών ακολούθησε ανοδική πορεία και σήμερα η ανάπτυξή της συνεχίζεται με υψηλούς ρυθμούς. Η Κ. (ελεύθερες περιοχές) δεν θεωρείται πλέον αναπτυσσόμενη, αλλά ανεπτυγμένη χώρα. Η κυβέρνηση τα τελευταία χρόνια εφαρμόζει προγράμματα λιτότητας για να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες και το εξωτερικό χρέος. Στις ελεύθερες περιοχές το ΑΕΠ είναι 9.100 εκατ. δολάρια (2001) με ρυθμό ανάπτυξης 2,6% και το κατά κεφαλήν εισόδημα 15.000 δολάρια. Ο πληθωρισμός περιορίστηκε στο 1,9% (2001).
Αρκετά διαφορετική είναι η εικόνα στα κατεχόμενα, όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι το μισό σε σχέση με τις ελεύθερες περιοχές, ενώ ο πληθωρισμός ακολουθεί τους καλπάζοντες ρυθμούς της τουρκικής οικονομίας, από την οποία εξαρτάται. Στις κατεχόμενες περιοχές το ΑΕΠ είναι 1.100 εκατ. δολάρια (2001) με ρυθμό ανάπτυξης 0,8% και το κατά κεφαλήν εισόδημα 7.000 δολάρια. Την ίδια χρονιά ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 53%. Η γεωργία παίζει πολύ πιο σπουδαίο ρόλο στην οικονομία των κατεχόμενων σε σχέση με τις ελεύθερες περιοχές, που είναι προσανατολισμένες στις υπηρεσίες.
Στις ελεύθερες περιοχές ο ενεργός πληθυσμός απασχολείται: 73% στις υπηρεσίες, 22% στη βιομηχανία και 5% στη γεωργία (2000). Ο τομέας των υπηρεσιών έχει αναπτυχθεί σημαντικά και περιλαμβάνει εκτός από τον τουρισμό και διάφορες άλλες υπηρεσίες όπως υπεράκτιες εταιρείες (πάνω από 9.000 το 1992), τραπεζικές εργασίες, εμπορικές εργασίες κ.ά. Εκτιμάται ότι στα κατεχόμενα το 57% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στις υπηρεσίες, το 22% στη βιομηχανία και το 21% στη γεωργία.
Το 1972 η Κ. υπέγραψε συμφωνία ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε ΕΟΚ), το 1987 υπεγράφη η συμφωνία για την τελωνειακή ένωση, ενώ το 1995 το 5o χρηματοδοτικό πρωτόκολλο. Την ίδια χρονιά αποφασίστηκε από την EE να ξεκινήσει ο διάλογος για την προενταξιακή διαδικασία. Το 2002 αποφασίστηκε η πλήρης ένταξη της Κ. στην ΕΕ μαζί με τη Μάλτα και 8 χώρες της κεντρικής και της ανατολικής Ευρώπης. Στις 16 Απριλίου 2003 υπογράφηκε στην Αθήνα η συνθήκη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ.Στην Κ. καλλιεργείται περίπου το 47% του συνολικού εδάφους. Από τις καλλιέργειες, οι σημαντικότερες είναι αυτές των δημητριακών (10.000 τόνοι σιτάρι το 2001) και της πατάτας (120.000 τόνοι το 2001), ενώ καλλιεργούνται επίσης σταφύλια, πορτοκάλια, γκρέιπ φρουτ κ.ά. σε μικρούς αγροτικούς κλήρους. Η κτηνοτροφία (περίπου 630.000 αιγοπρόβατα το 2001) και η αλιεία είναι περιορισμένες.Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης κατοικίας στην Κ. ανάγονται στην 6η χιλιετία π.Χ. Οι κάτοικοι της νοελιθικής Κ. προέρχονταν από τις νοτιοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και είναι γενικά γνωστοί στους ερευνητές ως Ετεοκύπριοι. Μια μεγάλη περίοδο ακμής στην κυπριακή ιστορία καλύπτει η μακροχρόνια για τη μεγαλόνησο εποχή του χαλκού (από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ.). Τα πρώτα, εξάλλου, δείγματα ελληνικών αποικισμών που συναντάμε στην Κ. ανήκουν στην εποχή που προηγήθηκε της περιόδου του σιδήρου (100 π.Χ.). Μυκηναίοι έμποροι προσελκύονταν από την αφθονία του κυπριακού χαλκού και κατευθύνονταν συστηματικά προς τη μεγαλόνησο. Αναμνήσεις από τους αρχαϊκούς εκείνους αποικισμούς έμειναν και στη μνήμη των μεταγενέστερων με τις ονομασίες «Αχαιών ακτή» (Στράβων) και «Αχαιομάντεις» (Ησύχιος). Άφθονα τεκμήρια των αποικισμών των Αχαιών έρχονται στο φως με τις σύγχρονες ανασκαφές στην Κ., κυρίως στην Έγκωμη.
Από τον 10o αι. π.Χ. άρχισε η εγκατάσταση Φοινίκων στην Κ. Ο φοινικικός αποικισμός εντάθηκε κατά την περίοδο των περσικών κατακτήσεων. Τελικά, από την παρουσία των Φοινίκων κατοίκων της Κ. σώθηκαν μόνο επιγραφικά μνημεία και η ονομασία της μεγαλονήσου (Κύπρος), που έχει σχέση με τον χαλκό. Πάντως, η παρουσία ισχυρού φοινικικού στοιχείου στην Κ. διευκόλυνε τις διαδοχικές της κατακτήσεις, πρώτα από τους Ασσυρίους (τέλη 8ου αι. π.Χ.), αργότερα από τους Αιγυπτίους (6ος αι.) και τέλος τους Πέρσες (525 π.Χ.). Οι ξένες κατακτήσεις επιβράδυναν την επικράτηση του ελληνισμού, η οποία ωστόσο πραγματοποιήθηκε με σταθερό ρυθμό. Στα χρόνια των ομηρικών επών η Κ. ήταν ήδη συνδεδεμένη με τον πολιτισμό και την ιστορική πορεία του ελλαδικού χώρου. Η παράδοση διέσωσε και την ενδεικτική μνεία της Κ. μεταξύ των πατρίδων του Ομήρου (Παυσανίας, X,24,3).
Για να απαλλαγούν από τον αιγυπτιακό ζυγό, οι Κύπριοι αναγκάστηκαν τον 6o αι. π.Χ. να συμμαχήσουν με τους Πέρσες. Η συνεργασία εκείνη εξασφάλισε στην Κ. την αυτονομία της, την οποία όμως οι Κύπριοι αψήφησαν προκειμένου να αγωνιστούν από κοινού με τους άλλους Έλληνες της Ιωνίας εναντίον της περσικής κυριαρχίας. Από τους κοινούς εκείνους αντιπερσικούς αγώνες έγινε γνωστός στην ιστορία ο Ονήσιλος, αδελφός του βασιλιά της Σαλαμίνας, Γόργου, «ο πρώτος ηρωικός αγωνιστής της κυπριακής ελευθερίας» (498). Ύστερα από τις ελληνικές νίκες στη ναυμαχία της (ελλαδικής) Σαλαμίνας και στη μάχη των Πλαταιών, στάλθηκε στην Κ. ο Σπαρτιάτης νικητής των Πλαταιών, Παυσανίας, για να απαλλάξει τους Κυπρίους από την περσική επικυριαρχία (478 π.Χ.). Την προσπάθεια επανέλαβε ο Αθηναίος στρατηγός Κίμων το 449, αλλά ο αγώνας εναντίον των Περσών έμελλε να είναι μακροχρόνιος και να διεξαχθεί κυρίως από τους ίδιους τους Κυπρίους. Από τους πολέμους εκείνους δοξάστηκε ο βασιλιάς της Σαλαμίνας, Ευαγόρας, η μεγάλη αυτή κυπριακή προσωπικότητα που συνέδεσε άρρηκτα και οριστικά την Κ. με τον υπόλοιπο ελληνισμό. Ακολούθησε μια περίοδος μεγάλης άνθησης υπό την κυριαρχία του Ευαγόρα (411-374; π.Χ.), ο οποίος εγκαθίδρυσε στη Σαλαμίνα μια φωτισμένη μοναρχία. Σύμμαχος της Αιγύπτου εναντίον των Περσών, κατόρθωσε να κατακτήσει ένα μέρος των ακτών της Κιλικίας καθώς και της Φοινίκης, μαζί με την πόλη της Τύρου. Αυτή η δραστηριότητα του Ευαγόρα τον άφησε εκτεθειμένο, μετά τη σύναψη της Ανταλκιδείου ειρήνης (386 π.Χ.), στην οργή του βασιλιά της Περσίας, που έστειλε εκστρατευτικό σώμα εναντίον του. Αφού περιήλθε στην κατοχή των Περσών, η Κ. επαναστάτησε (350 π.Χ.) και μετά τη μάχη στην Ισσό (333 π.Χ.) κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο.Από την προϊστορία έως την αρχαιότητα. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης κατοικίας στην Κ. ανάγονται στην 6η χιλιετία π.Χ. Οι κάτοικοι της νοελιθικής Κ. προέρχονταν από τις νοτιοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και είναι γενικά γνωστοί στους ερευνητές ως Ετεοκύπριοι. Μια μεγάλη περίοδο ακμής στην κυπριακή ιστορία καλύπτει η μακροχρόνια για τη μεγαλόνησο εποχή του χαλκού (από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ.). Τα πρώτα, εξάλλου, δείγματα ελληνικών αποικισμών που συναντάμε στην Κ. ανήκουν στην εποχή που προηγήθηκε της περιόδου του σιδήρου (100 π.Χ.). Μυκηναίοι έμποροι προσελκύονταν από την αφθονία του κυπριακού χαλκού και κατευθύνονταν συστηματικά προς τη μεγαλόνησο. Αναμνήσεις από τους αρχαϊκούς εκείνους αποικισμούς έμειναν και στη μνήμη των μεταγενέστερων με τις ονομασίες «Αχαιών ακτή» (Στράβων) και «Αχαιομάντεις» (Ησύχιος). Άφθονα τεκμήρια των αποικισμών των Αχαιών έρχονται στο φως με τις σύγχρονες ανασκαφές στην Κ., κυρίως στην Έγκωμη.
Από τον 10o αι. π.Χ. άρχισε η εγκατάσταση Φοινίκων στην Κ. Ο φοινικικός αποικισμός εντάθηκε κατά την περίοδο των περσικών κατακτήσεων. Τελικά, από την παρουσία των Φοινίκων κατοίκων της Κ. σώθηκαν μόνο επιγραφικά μνημεία και η ονομασία της μεγαλονήσου (Κύπρος), που έχει σχέση με τον χαλκό. Πάντως, η παρουσία ισχυρού φοινικικού στοιχείου στην Κ. διευκόλυνε τις διαδοχικές της κατακτήσεις, πρώτα από τους Ασσυρίους (τέλη 8ου αι. π.Χ.), αργότερα από τους Αιγυπτίους (6ος αι.) και τέλος τους Πέρσες (525 π.Χ.). Οι ξένες κατακτήσεις επιβράδυναν την επικράτηση του ελληνισμού, η οποία ωστόσο πραγματοποιήθηκε με σταθερό ρυθμό. Στα χρόνια των ομηρικών επών η Κ. ήταν ήδη συνδεδεμένη με τον πολιτισμό και την ιστορική πορεία του ελλαδικού χώρου. Η παράδοση διέσωσε και την ενδεικτική μνεία της Κ. μεταξύ των πατρίδων του Ομήρου (Παυσανίας, X,24,3).
Για να απαλλαγούν από τον αιγυπτιακό ζυγό, οι Κύπριοι αναγκάστηκαν τον 6o αι. π.Χ. να συμμαχήσουν με τους Πέρσες. Η συνεργασία εκείνη εξασφάλισε στην Κ. την αυτονομία της, την οποία όμως οι Κύπριοι αψήφησαν προκειμένου να αγωνιστούν από κοινού με τους άλλους Έλληνες της Ιωνίας εναντίον της περσικής κυριαρχίας. Από τους κοινούς εκείνους αντιπερσικούς αγώνες έγινε γνωστός στην ιστορία ο Ονήσιλος, αδελφός του βασιλιά της Σαλαμίνας, Γόργου, «ο πρώτος ηρωικός αγωνιστής της κυπριακής ελευθερίας» (498). Ύστερα από τις ελληνικές νίκες στη ναυμαχία της (ελλαδικής) Σαλαμίνας και στη μάχη των Πλαταιών, στάλθηκε στην Κ. ο Σπαρτιάτης νικητής των Πλαταιών, Παυσανίας, για να απαλλάξει τους Κυπρίους από την περσική επικυριαρχία (478 π.Χ.). Την προσπάθεια επανέλαβε ο Αθηναίος στρατηγός Κίμων το 449, αλλά ο αγώνας εναντίον των Περσών έμελλε να είναι μακροχρόνιος και να διεξαχθεί κυρίως από τους ίδιους τους Κυπρίους. Από τους πολέμους εκείνους δοξάστηκε ο βασιλιάς της Σαλαμίνας, Ευαγόρας, η μεγάλη αυτή κυπριακή προσωπικότητα που συνέδεσε άρρηκτα και οριστικά την Κ. με τον υπόλοιπο ελληνισμό. Ακολούθησε μια περίοδος μεγάλης άνθησης υπό την κυριαρχία του Ευαγόρα (411-374; π.Χ.), ο οποίος εγκαθίδρυσε στη Σαλαμίνα μια φωτισμένη μοναρχία. Σύμμαχος της Αιγύπτου εναντίον των Περσών, κατόρθωσε να κατακτήσει ένα μέρος των ακτών της Κιλικίας καθώς και της Φοινίκης, μαζί με την πόλη της Τύρου. Αυτή η δραστηριότητα του Ευαγόρα τον άφησε εκτεθειμένο, μετά τη σύναψη της Ανταλκιδείου ειρήνης (386 π.Χ.), στην οργή του βασιλιά της Περσίας, που έστειλε εκστρατευτικό σώμα εναντίον του. Αφού περιήλθε στην κατοχή των Περσών, η Κ. επαναστάτησε (350 π.Χ.) και μετά τη μάχη στην Ισσό (333 π.Χ.) κατακτήθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο.
Από τους ελληνιστικούς χρόνους στη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ο κατακερματισμός του κράτους του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τους Επιγόνους και οι σοβαρές μεταξύ τους διενέξεις είχαν δυσμενή αντίκτυπο και στην K., η οποία περιήλθε τελικά στους Πτολεμαίους (318 π.Χ. – 58 μ.Χ.). Την εποχή αυτή η μεγαλόνησος καλλιέργησε στενές πολιτιστικές σχέσεις με τα δύο μεγάλα κέντρα του ελληνισμού (Αθήνα και Αλεξάνδρεια). Κατά την πτολεμαϊκή περίοδο αναπτύχθηκε στην Κ. η στωική φιλοσοφική διδασκαλία του Ζήνωνα του Κιτιέα (336-264 π.Χ.), ο οποίος υπήρξε η σημαντικότερη πνευματική φυσιογνωμία της ελληνιστικής Κ.
Αναπόφευκτο αποτέλεσμα της παρακμής των Πτολεμαίων στάθηκε η κατάκτηση της Κ. από τους Ρωμαίους. Μετά την επικράτησή τους στην Κυρηναϊκή (76 π.Χ.), οι Ρωμαίοι επενέβησαν με δόλο στα κυπριακά ζητήματα και προσάρτησαν τη μεγαλόνησο στην αυτοκρατορία τους (με τον Κάτωνα), υπάγοντάς την στη διοίκηση της Κιλικίας (58 π.Χ.). Αφού εκχωρήθηκε, πρώτα από τον Καίσαρα και στη συνέχεια από τον Αντώνιο, στην Κλεοπάτρα, ενώθηκε ξανά διοικητικά με την Κιλικία και από το 22 π.Χ. αποτελούσε ξεχωριστή επαρχία. Έγινε εμπορικό κέντρο της αυτοκρατορίας, έδρα ρωμαϊκών κοινοτήτων και είχε ένα έξοχο οδικό δίκτυο, που συνέδεε τις πόλεις του νησιού. Αρχικά πρωτεύουσα ήταν η Πάφος και στη συνέχεια η Σαλαμίνα. Από τους σημαντικότερους Ρωμαίους διοικητές της Κ. ήταν και ο ρήτορας Κικέρων (51 π.Χ.)· ευεργετική, εξάλλου, στάθηκε για τη μεγαλόνησο η ομαλή πολιτική κατάσταση που επικράτησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυγούστου.
Η διάδοση του χριστιανισμού και η βυζαντινή περίοδος. Στην περίοδο του Αυγούστου εισήχθη στην Κ. ο χριστιανισμός, για την επικράτηση του οποίου εργάστηκε –εκτός από τον Απόστολο Παύλο– και ο Κύπριος Απόστολος Βαρνάβας (;-57 μ.Χ.). Ο μεγάλος αριθμός των Κυπρίων επισκόπων κατά τους πρώτους αιώνες της επικράτησης του χριστιανισμού είναι ενδεικτικός της ευρείας διάδοσης της νέας θρησκείας στο νησί. Χαρακτηριστικό επίσης για το ισχυρό χριστιανικό στοιχείο της Κ. είναι και το γεγονός ότι από τον 5o αι. δημιουργήθηκε ήδη ζήτημα του αυτοκέφαλου της Κυπριακής Εκκλησίας, το οποίο διευθετήθηκε με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Εκκλησίας της Κ. από την Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431).
Με τη διαίρεση της αυτοκρατορίας σε Ανατολικό και Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος, η Κ. περιήλθε στην αυτοκρατορία της Ανατολής (Βυζαντινή αυτοκρατορία) και άρχισε μια εποχή ευδαιμονίας που διαταράχθηκε όμως από αρκετές επιθέσεις των Γότθων κατά τον 3o αι. μ.Χ. Το νησί κατελήφθη για πρώτη φορά από τους Άραβες το 649. Οι αραβικές επιδρομές εναντίον της Κ. υποχρέωσαν τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό B’ (685-695) να πραγματοποιήσει την «άλογον» (όπως σημείωνε ο Θεοφάνης, έκδ. Βόνης, I, 558) πρωτοβουλία να μετοικίσει ένα μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού της μεγαλονήσου σε ασφαλές μέρος, στον Ελλήσποντο, στα περίχωρα της Κυζίκου, όπου ίδρυσε μια καινούργια πόλη, τη Νέα Ιουστινιανή (691-692). Η μεταφορά των κατοίκων είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό τους από τις ασθένειες και τις ταλαιπωρίες του θαλάσσιου ταξιδιού. Το 698 όσοι επέζησαν από εκείνη την περιπέτεια επέστρεψαν. Μετά την παλιννόστηση, ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος Ιωάννης έγινε τιτουλάριος και διατήρησε τον τίτλο του «αρχιεπισκόπου Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου» (τίτλος που διατηρείται ακόμα από τους εκάστοτε αρχιεπισκόπους του νησιού). Απηχήσεις του αγώνα των Βυζαντινών και των Κυπρίων εναντίον των Αράβων συναντούμε στα αξιόλογα λείψανα της κυπριακής ακριτικής ποίησης, της πιο πλούσιας σε σύγκριση με άλλες ελληνικές περιοχές (Σαρατζηνός, Μικροκωνσταντίνος, Μυρόγιαννος, Χάρος κλπ.). Στα δημοτικά τραγούδια της μεγαλονήσου, που διατηρήθηκαν στο στόμα των ποιητάρηδων, συναντούμε μνείες του Νικηφόρου Φωκά (κυπρ. Φουκά), ο οποίος είχε κατορθώσει με τον στρατηγό του, Νικήτα Χαλκούτζη, να απαλλάξει το 965 την Κ. από την αραβική απειλή. Αν και η Κ. δεν έγινε ποτέ τμήμα του κράτους των Αράβων –όπως για παράδειγμα συνέβη με την Κρήτη–, οι καταστροφές που προκάλεσαν στο νησί οι επιδρομές τους ήταν πολύ μεγάλες. Ενδεικτική για το γεγονός αυτό είναι η έλλειψη μοναστηριακών μνημείων της εποχής των αραβικών επιδρομών.
Η καθαυτό βυζαντινή περίοδος της ιστορίας της Κ. αρχίζει από το 965. Τη γενική διοίκηση είχε ο κατεπάνω ή δούκας, με βοηθούς διάφορους άλλους υπαλλήλους (διοικητής, κουμμερκιάριος, ασηκρήτις, κριτής). Η μεγάλη απόσταση της Κ. από το κέντρο διευκόλυνε τις αυθαιρεσίες των εκπροσώπων της βυζαντινής διοίκησης και οι ανταρσίες δεν ήταν καθόλου σπάνιες, όπως για παράδειγμα του κατεπάνω Θεοφίλου του Ερωτικού (1040-43) και προπάντων του Ραψομάτου, διοικητή και αυτού της Κ. το 1092. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνού (1118-43) έγιναν στην Κ. μεγάλοι εποικισμοί Μαρωνιτών από τη Συρία και Αρμενίων από την αρμενική Κιλικία. Οι αρμενικοί εποικισμοί επαναλήφθηκαν και κατά το 1860, την εποχή δηλαδή των μεγάλων αρμενικών σφαγών στην Κιλικία. Το 1184 ο Ισαάκιος Κομνηνός, αφού επαναστάτησε κατά του αυτοκράτορα Ανδρόνικου A’, ανακηρύχθηκε βασιλιάς του νησιού.
Κατά τον 12o αι. χτίστηκαν στην Κ. σημαντικά μοναστηριακά κέντρα, όπως η μονή Κύκκου, η μονή του μοναχού Νεοφύτου του Εγκλείστου (1214), η μονή Μαχαιρά (1180) κ.ά. Τον ίδιο αιώνα άρχισαν και οι επεμβάσεις των Σταυροφόρων στην Κ. Οι επιχειρήσεις του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου εναντίον του ανίκανου και τυραννικού βυζαντινού διοικητή Iσαάκιου Κομνηνού (1184-91) ολοκληρώθηκαν με τη συνεργασία των Ελλήνων και του άλλοτε βασιλιά της Ιερουσαλήμ Γκι ντε Λουζινιάν (1191). Στον Λουζινιάν περιήλθε τελικά (1192) και η διοίκηση του νησιού, ύστερα από βραχύβια και κακή διακυβέρνηση της Κ. από το Τάγμα των Ναϊτών, προς τους οποίους είχε εκχωρήσει την κατάκτησή του ο Ριχάρδος αντί 100.000 βυζαντινών χρυσών νομισμάτων.
Η φραγκοκρατία και η ενετοκρατία. Με τη φραγκική (γαλλική) επικράτηση των Λουζινιάν καθιερώθηκε και στο ρηγάτο της Κ. το φεουδαρχικό σύστημα και μετασχηματίστηκε σιγά-σιγά η κοινωνική και η οικονομική συγκρότηση του κυπριακού πληθυσμού. Μεταξύ των δύο αντιμέτωπων στοιχείων –του ξένου λατινικού και του ντόπιου ελληνικού– δεν αποκαταστάθηκε ποτέ τακτική επικοινωνία και συνεργασία. Μόνο κατά τις εποχές εξωτερικών απειλών και επιδρομών παρατηρήθηκε κάποια συμμαχία, που επιβαλλόταν από τα πράγματα. Οι αυτόχθονες διακρίθηκαν γρήγορα σε τρεις κατηγορίες: τους παροίκους, τους περπυριάριους και τους φραγκομάτες ή ελευθέρους. Οι πρώτοι, που αποτελούσαν και την πλειοψηφία του νησιού, ήταν στην ουσία δούλοι του βασιλιά και του φεουδάρχη στον οποίο ανήκαν· οι περπυριάριοι μπορούσαν να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, αλλά ήταν υποχρεωμένοι σε τακτική ετήσια εισφορά προς τον φεουδάρχη τους για την ελευθερία των παιδιών τους και τη δική τους. Χειραφετημένοι ήταν μόνο οι φραγκομάτες, οι οποίοι ωστόσο υποχρεώνονταν και αυτοί σε τακτική καταβολή μέρους της παραγωγής τους στον κύριό τους.
Η διοίκηση του κυπριακού βασιλείου οργανώθηκε σύμφωνα με το σύστημα των φεουδαρχικών νόμων, συγκεκριμένα των Ασιζών της Ιερουσαλήμ. Επίσημη γλώσσα ήταν αρχικά η λατινική, που αντικαταστάθηκε αργότερα από τη γαλλική. Μόνο στην τελευταία περίοδο της βασιλείας των Λουζινιάν αναγνωρίστηκε και η ελληνική ως γλώσσα επίσημη των δικαστηρίων, της διοίκησης, αλλά και των διπλωματικών επαφών με τις ξένες χώρες. Από το 1196 εγκαθιδρύθηκε επίσημα στην Κ. η Λατινική Εκκλησία, γεγονός που έφερε τους ορθόδοξους κατοίκους της σε τραγική θέση. Οι δεκατέσσερις επισκοπές της Ορθόδοξης Κυπριακής Εκκλησίας περιορίστηκαν σε τέσσερις και με βούλα του πάπα Ινοκέντιου Γ’ ορίστηκε η υπαγωγή τους στους τέσσερις Λατίνους επισκόπους. Η υποδούλωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας επιδιώχτηκε συστηματικά και ολοκληρώθηκε ύστερα από δύο αποφασιστικές ενέργειες των Φράγκων δυναστών: με τη λεγόμενη σύνοδο της Αμμοχώστου (1222) και την «κυπρίαν διάταξιν», την κυπριακή βούλα του πάπα Αλεξάνδρου Δ’ (1260), που επικύρωσε τις αποφάσεις της συνόδου του 1222. Γενικά, η θέση του ελληνορθόδοξου πληθυσμού ήταν τις περισσότερες φορές απελπιστικά ταπεινή. Η κατάσταση βελτιώθηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, κατά την εποχή της βασιλείας του Ιωάννη B’ (1432-58), όταν η δεύτερη (από το 1441) γυναίκα του, Ελένη Παλαιολογίνα, κόρη του δεσπότη της Πελοποννήσου Θεόδωρου Παλαιολόγου, ανέλαβε να προστατεύσει τους Έλληνες κατοίκους από τις καταπιέσεις των Λατίνων.
Ως προς την οικονομία της, η Κ. γνώρισε στα χρόνια της φραγκικής κυριαρχίας καλές ημέρες. Η επαφή της Κ. με τη χριστιανική Δύση και η καίρια θέση της στο σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής έφερε ευεργετικά αποτελέσματα στο κυπριακό εμπόριο. Ιδιαίτερη ακμή παρουσίασε η Κ. στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ιάνου (1398-1432), όταν η Λεμεσός εξελίχθηκε σε αξιόλογο εμπορικό κέντρο. Τα προϊόντα της μεγαλονήσου αξιοποιήθηκαν και τα λιμάνια της έγιναν σκάλα μεταξύ της Εγγύς Ανατολής και της Μεσογείου, ανατολικής και δυτικής. Οι εξαγωγές ζάχαρης, κρασιών, κεντημάτων και μεταξωτών προς τη Δύση έφεραν στην Κ. πλούτο που δεν είχε γνωρίσει έως τότε και συνέβαλαν στην ευημερία της.
Παράλληλα προς την οικονομική υπήρξε –κατά την περίοδο των Γάλλων ηγεμόνων– και αξιοσημείωτη καλλιτεχνική και φιλολογική άνθηση. Μερικοί από τους μεγαλοπρεπείς ναούς των Λουζινιάν αποτελούν ξεχωριστά δείγματα γοτθικής αρχιτεκτονικής (Αγία Σοφία Λευκωσίας, Άγιος Νικόλαος Αμμοχώστου). Η φιλολογική, εξάλλου, παραγωγή του νησιού έχει να παρουσιάσει κείμενα στη γαλλική και στην ελληνική γλώσσα. Ενδιαφέροντα γλωσσικά και ιστορικά κείμενα στην κυπριακή διάλεκτο είναι οι χρονογραφίες του Λεοντίου Μαχαιρά –που εξιστορεί κυρίως τα έτη 1359-1432– και του Γεωργίου Βουστρωνίου – ο οποίος αφηγείται σύγχρονά του γεγονότα (1456-1501). Η ομιλούμενη ελληνική γλώσσα χρησιμοποιήθηκε και για την ελληνική μετάφραση των Ασιζών. Τέλος, αξιοσημείωτο είναι το γνήσιο λυρικό στοιχείο μιας σειράς ερωτικών ποιημάτων, που γράφτηκαν στην κυπριακή διάλεκτο και μετέφεραν στον ελληνικό χώρο τη ζωηρή επίδραση του Πετράρχη. Με την κυπριακή ερωτική ποίηση εισήχθη στην ελληνική λογοτεχνία και το σονέτο.
Στα χρόνια του ικανού βασιλιά Ιακώβου B’ (1460-73) άρχισε η διείσδυση των Βενετών στην Κ. Η ενετική επιρροή αυξήθηκε από την εποχή που ο Ιάκωβος προσεταιρίστηκε τους Βενετούς στον αγώνα του εναντίον των Γενοβέζων, οι οποίοι είχαν ήδη από τον προηγούμενο αιώνα (1373) αρχίσε να βάζουν το πόδι τους στη μεγαλόνησο με αποβάσεις στη Λεμεσό και λεηλασίες κυπριακών πόλεων (Λευκωσία). Από το 1375, μάλιστα, είχαν εγκατασταθεί σταθερά στην Αμμόχωστο και υπονόμευαν συστηματικά την κυριαρχία των Λουζινιάν. Η θέση των Βενετών στην Κ. ενισχύθηκε σημαντικά μετά τον γάμο του Ιακώβου με την Αικατερίνη Κορνάρο, γόνο μεγάλης και ισχυρής ενετικής οικογένειας. Μετά τον θάνατο του βασιλιά –τον οποίο πολλοί απέδωσαν σε δολοφονία, προετοιμασμένη από τους Βενετούς– η διακυβέρνηση της Κ. περιήλθε τυπικά στη βασίλισσα Αικατερίνη, αλλά ουσιαστικά στα χέρια των Βενετών συμβούλων της (1474-89). Το 1489 η ενετική κυριαρχία έγινε ολοφάνερη με την παραχώρηση όλων των δικαιωμάτων της βασίλισσας στη Γαληνότατη Δημοκρατία της Βενετίας. Η αλλαγή έγινε αμαχητί και με δόλο, και προκάλεσε την αντίδραση του δουκικού οίκου της Σαβοΐας, που ήταν στενά συνδεδεμένος με τη δυναστεία των Λουζινιάν και ο οποίος από τότε και στο εξής θα διακήρυσσε με κάθε ευκαιρία τα δικαιώματα κυριαρχίας του στην Κ. Γι’ αυτόν άλλωστε τον λόγο και οι Κύπριοι θα απευθύνονταν αργότερα (κατά τον 17o αι.) στον δούκα της Σαβοΐας, ζητώντας την επέμβασή του για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Η ενετοκρατία στην Κ. δεν άρχισε με καλούς οιωνούς. Το 1486 είχε ανακαλυφθεί από τον Μπαρτολομέο Ντιάζ το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, γεγονός που περιόρισε αισθητά τη σημασία της ανατολικής Μεσογείου και το διαμετακομιστικό εμπόριο που διεξαγόταν από τους Βενετούς στην περιοχή αυτή του τότε γνωστού κόσμου. Η βενετική εμπορική δραστηριότητα ελαττώθηκε και το οικονομικό βάρος μετατοπίστηκε σιγά-σιγά προς τα λιμάνια της Πορτογαλίας και των Κάτω Χωρών. Εξάλλου, οι οθωμανικές κτήσεις, που απλώθηκαν έως την Αίγυπτο (1517), τη νότια Βαλκανική (1500, 1540) και μερικά σημαντικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου (Ρόδος, 1522), περικύκλωσαν ολότελα τις βενετικές βάσεις της περιοχής. Η σειρά της Κ. πλησίαζε. Η Βενετία, αναγνωρίζοντας τον κίνδυνο, φρόντισε να ανακαινίσει τα σπουδαιότερα φρούρια της νήσου, στέλνοντας εκεί σπουδαίους μηχανικούς (Μαρτινένγκο) και επανδρώνοντας τα στρατιωτικά κέντρα της Κ. με αξιόμαχες δυνάμεις. Στο πρόγραμμα αυτό ανήκαν και οι εποικισμοί Ελλήνων και Αλβανών stradioti (= στρατιώτες), που μεταφέρθηκαν στην Κ. από την Κρήτη, τη Μονεμβασία, το Ναύπλιο (1540) και τη Δαλματία, και των οποίων σώζονται ακόμα στη μεγαλόνησο απηχήσεις σε οικογενειακά ονόματα και τοπωνύμια.
Η οθωμανική κυριαρχία. Την άνοιξη του 1570 τα τουρκικά σχέδια για την κατάληψη της Κ. έγιναν επίσημα γνωστά. Την 1η Ιουλίου ο Λαλά Μουσταφά οδήγησε τον στόλο του στο λιμάνι της Λάρνακας και κυρίευσε την πόλη χωρίς αντίσταση. Η προέλαση των Τούρκων διευκολύνθηκε από τη δυσαρέσκεια των Ελλήνων εναντίον των βενετικών αυθαιρεσιών. Η συμμετοχή, ωστόσο, των κατοίκων της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου στην υπεράσπιση των δύο αυτών χριστιανικών ερεισμάτων ήταν σημαντική. Στις 9 Σεπτεμβρίου η Λευκωσία παραδόθηκε, η πόλη λεηλατήθηκε και οι υπερασπιστές της σφαγιάστηκαν ή οδηγήθηκαν στην αιχμαλωσία (20.000 θύματα). Η Ευρώπη, τρομοκρατημένη από τις τουρκικές επιτυχίες, προσπάθησε να αντιδράσει. Ο πάπας Πίος Ε’ (1566-72) κατόρθωσε να συγκροτήσει έναν ισχυρό συνασπισμό, τη Sacra Liga (Βενετία, Ισπανία, παπικό κράτος, Μάλτα και άλλα ιταλικά κρατίδια), της οποίας ο ενωμένος στόλος έσπευσε προς την Κ. Οι σύμμαχοι, ωστόσο, δεν τόλμησαν να διασπάσουν τον αποκλεισμό της πολιορκούμενης Αμμοχώστου –τελευταίο κέντρο αντίστασης των Βενετών– και περιορίστηκαν σε περιπολία στις ελληνικές θάλασσες. Η Αμμόχωστος αμύνθηκε ηρωικά και οι υπερασπιστές της, με διοικητή τον Μαρκαντόνιο Μπραγκαντίν, κράτησαν από την 1η Ιουνίου 1570 έως την 1η Αυγούστου 1571· τελικά παραδόθηκαν με συμφωνία, η οποία όμως δεν τηρήθηκε, με αποτέλεσμα τη γενική σφαγή ή αιχμαλωσία των κατοίκων και αλλεπάλληλες μαρτυρικές εκτελέσεις εκείνων που πρωτοστάτησαν στην άμυνα της πόλης. Τελικά, η μοναδική χριστιανική επιτυχία στον πόλεμο για την Κ. ήταν η καταστροφική για τους Τούρκους ναυμαχία του συμμαχικού και του οθωμανικού στόλου στην περίφημη ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571), η οποία ωστόσο έμεινε χωρίς αποτελέσματα για την έκβαση των επιχειρήσεων. Άλλωστε, δύο χρόνια αργότερα (Μάρτιος 1573) η Βενετία παραιτήθηκε με συνθήκη από όλα τα δικαιώματα στην Κ.
Η κατάλυση της ενετοκρατίας στην Κ. σήμανε και το τέλος της Λατινικής Εκκλησίας και την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας. Το 1572 εξελέγη και πάλι ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος Κ. (Τιμόθεος) και με ειδική σύνοδο αναγνωρίστηκε και πάλι η ένωση της Κυπριακής Εκκλησίας με την ορθοδοξία. Αλλά η απελευθέρωση της Εκκλησίας της Κ. δεν εμπόδισε τους εκκλησιαστικούς ηγέτες της μεγαλονήσου να έρθουν σε επαφή με την καθολική Δύση και να ζητήσουν την ένοπλη παρέμβασή της για την απαλλαγή του ποιμνίου τους από την τουρκική καταπίεση. Από την επομένη ήδη της οθωμανικής κατάκτησης έως τα μέσα του 17ου αι. διεξάγονταν μυστικές συνεννοήσεις με τους Ισπανούς, τους Βενετούς και προπάντων με τον δούκα της Σαβοΐας –στενά συνδεδεμένο με τον οίκο των Λουζινιάν– με σκοπό τη διοργάνωση επανάστασης των Κυπρίων και τη συνεργασία τους με ξένες στρατιωτικές δυνάμεις εναντίον των Τούρκων. Οι προσπάθειες εκείνες, κατά κανόνα ανοργάνωτες και με σπασμωδικό χαρακτήρα, σπάνια συντονίζονταν με ανάλογες ενέργειες των άλλων υποδούλων του ελλαδικού χώρου.
Αφορμές για τις επαναστατικές κινήσεις των Κυπρίων αποτελούσαν συνήθως οι συχνοί εξισλαμισμοί και η τουρκική κακοδιοίκηση, γεγονότα που προκάλεσαν και σημαντική μείωση του πληθυσμού, στα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της τουρκοκρατίας. Οι εξισλαμισμοί ήταν συχνότεροι στους Λατίνους κατοίκους της Κ., γι’ αυτό και απόγονοι Φράγκων ήταν εκείνοι που πρωτοστατούσαν στις συνωμοτικές επαφές με τη Δύση. Πάντως, οι Λατίνοι αρνησίθρησκοι ήταν στην αρχή κρυπτοχριστιανοί (είναι οι γνωστοί με τον όρο λινοβάμβακοι)· ελληνόγλωσσοι απόγονοί τους και αναμνήσεις από την αναγκαστική τους μεταστροφή στον μουσουλμανισμό διασώθηκαν έως τα χρόνια της βρετανικής κατοχής.
Την ίδια περίοδο η Κ. γνώρισε σοβαρές εσωτερικές αναστατώσεις, άσχετες πολλές φορές με τη διάθεση για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού. Οι αναστατώσεις αυτές, που οφείλονταν στην αρπακτικότητα των οργάνων της τουρκικής διοίκησης, είχαν πρωταγωνιστές χριστιανούς αλλά και μωαμεθανούς κατοίκους της μεγαλονήσου. Το 1670 η Κ. τέθηκε υπό την εποπτεία του Καπουδάν πασά, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή νέων φορολογιών στους Ελληνοκυπρίους και στους Τουρκοκυπρίους. Η αγανάκτηση τους οδήγησε στην πραγματοποίηση μιας σοβαρής ανταρσίας στη Λευκωσία, με αρχηγό των στασιαστών κάποιον Τούρκο πρόκριτο της πόλης. Το 1702 ο σουλτάνος παραχώρησε την εκμετάλλευση και την ευθύνη της διοίκησης της Κ. στον μεγάλο βεζίρη και το 1745 στον σταβλάρχη της Υψηλής Πύλης. Το 1764 η πρόθεση του νέου διοικητή Χιλ Οσμάν να επιβάλει πρόσθετους φόρους προκάλεσε νέα –ελληνοτουρκική κι αυτή τη φορά– ανταρσία, η οποία κατέληξε στη σφαγή του Τούρκου αξιωματούχου και στην πυρπόληση του διοικητηρίου. Λίγο αργότερα ο διοικητής της Κυρήνειας Χαλίλ όχι μόνο αρνήθηκε να εγκρίνει την καταβολή αποζημιώσεων εκ μέρους των Τούρκων και των Ελλήνων αλλά παρότρυνε τους κατοίκους να μη δεχτούν τους εισπράκτορες και ανάγκασε την Πύλη να στείλει εσπευσμένα ενισχύσεις στην Κ. Τελικά, ύστερα από στενή πολιορκία του φρουρίου όπου είχε οχυρωθεί ο Χαλίλ, η τάξη αποκαταστάθηκε με την εκτέλεση του αντάρτη και των οπαδών του.
Κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 η Κ. υπέστη σκληρά αντίποινα των Τούρκων, αν και οι κάτοικοι, που είχαν έγκαιρα αφοπλιστεί, δεν πρόλαβαν να κινηθούν μαζί με τους Κρητικούς, τους Δωδεκανήσιους και τους άλλους συμπατριώτες τους της ελλαδικής επικράτειας. Η εμφάνιση του Κωνσταντίνου Κανάρη στις ακτές της Λαπήθου και οι φήμες για επαφές και μυστικές συνεννοήσεις των Κυπρίων Φιλικών –πιο συγκεκριμένα του αρχιεπισκόπου Κυπριανού (1810-21)– με τους επαναστάτες της Ελλάδας έπεισαν την Υψηλή Πύλη να στείλει στην Κ. 2.000 Τούρκους στρατιώτες και να επιτρέψει στον διοικητή Κιουτσούκ Μεχμέτ να αρχίσει την εφαρμογή τρομοκρατικού σχεδίου εναντίον των κατοίκων. Οι Έλληνες πρόκριτοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκε ο δραγουμάνος. Ο αρχιεπίσκοπος υποχρεώθηκε στην παροχή εγγράφων εγγυήσεων νομιμοφροσύνης. Η διανομή, τέλος, επαναστατικών προκηρύξεων στο νησί οδήγησε στη σύλληψη του Κυπριανού και άλλων ιεραρχών και στον απαγχονισμό τους (9 Ιουλίου 1821). Το λουτρό του αίματος συνεχίστηκε με την καρατόμηση περίπου τριακοσίων προκρίτων και αρχιερέων και με σφαγές σε διάφορα μέρη της νήσου. Οι σφαγές εκείνες κράτησαν τριάντα ημέρες και επαναλήφθηκαν αργότερα (1827), μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Η αδυναμία πραγματοποίησης των επαναστατικών σχεδίων των Κυπρίων στην πατρίδα τους τούς έπεισε να σπεύσουν στην Ελλάδα και να λάβουν εκεί μέρος στις εχθροπραξίες. 150 Κύπριοι αναφέρονται μεταξύ των νεκρών κατά τη μάχη των Αθηνών (Απρίλιος-Μάιος 1827)· από Κυπρίους, εξάλλου, οργανώθηκε ειδικό στρατιωτικό σώμα, με διοικητή τον Χατζή-Πέτρο.
Μετά την άφιξη του Καποδίστρια στην Ελλάδα οι Κύπριοι του ζήτησαν με επιτροπή να επιδιώξει την αναγνώριση της Κ. ως τμήματος του υπό δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. Οι προσπάθειες των Κυπρίων και του κυβερνήτη συνεχίστηκαν έως το 1830, αλλά τελικά δεν καρποφόρησαν. Δύο χρόνια αργότερα η μεγαλόνησος κινδύνευσε να περιληφθεί στις κτήσεις των Αιγυπτίων του Μοχάμετ Άλι, στον οποίο τελικά δόθηκε ως ικανοποιητική ανταμοιβή η Κρήτη. Την εποχή της αιγυπτιακής ανάμειξης ξέσπασε στην Κ. ανταρτικό κίνημα με αρχηγό τον Νικόλαο Θησέα, αλλά τελικά η προσπάθεια εκείνη δεν είχε θετικό αποτέλεσμα.
Από το 1839 και έως την έναρξη της αγγλικής κατοχής (1878) η Κ. κατόρθωσε να εξασφαλίσει –μαζί με τις άλλες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας– ορισμένα προνόμια και διευκολύνσεις αυτονομίας. Πρόκειται για τις κοινοτικές μεταρρυθμίσεις του 1839 (Χάτι-Σερίφ) και τις ανάλογες του 1856 (Χάτι-Χουμαγιούν). Το 1870 άρχισε η εφαρμογή στην Κ. του γαλλικού δικαίου (ποινικού, εμπορικού και ναυτικού), η λειτουργία δικαστηρίων ευρωπαϊκού τύπου (πρωτοδικείων, εφετείου κλπ.) και η εξασφάλιση –υπό ορισμένες προϋποθέσεις– της ατομικής και της κοινοτικής ελευθερίας.
Από τη βρετανική κυριαρχία στην ανεξαρτησία. Η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ το 1869 δημιούργησε για την Αγγλία ιδιαίτερα συμφέροντα στην Αίγυπτο, για την εξασφάλιση των οποίων χρειαζόταν στρατιωτικές βάσεις επιτήρησης και ασφαλείας. Η Κ. φαινόταν το καταλληλότερο κέντρο στην ανατολική Μεσόγειο για τη δημιουργία βρετανικού ορμητηρίου και για την εδραίωση των αιγυπτιακών και γενικά των βρετανικών θέσεων της περιοχής. Άλλωστε, παλιό σχέδιο της αγγλικής διπλωματίας ήταν η επιβολή της βρετανικής ναυτικής κυριαρχίας στη Μεσόγειο με τη συνδυασμένη αλυσίδα βάσεων στην Κ., στην Κρήτη, στη Μάλτα και στο Γιβραλτάρ. Η πολιτική εκείνη υπαγόρευσε και την εχθρική πολιτική του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών στο ζήτημα της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Η ευκαιρία για την επέμβαση της Αγγλίας στην Κ. δόθηκε μετά την κρίση του Ανατολικού Ζητήματος που κατέληξε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1878 και στην υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (3 Μαρτίου 1878). Η βρετανική κυβέρνηση προσφέρθηκε να προστατεύσει την Οθωμανική αυτοκρατορία από τους βαρύτατους όρους που προσπαθούσαν να της επιβάλλουν οι Ρώσοι στη Βαλκανική, και ιδίως στην περιοχή του Καυκάσου. Στις 4 Ιουνίου 1878, δηλαδή λίγες μέρες πριν από την έναρξη του συνεδρίου του Βερολίνου, υπογράφηκε στην Κωνσταντινούπολη μυστική αγγλοτουρκική συμφωνία για την παραχώρηση της Κ. στην Αγγλία, η οποία θα αναλάμβανε την υποχρέωση να ενισχύσει τον σουλτάνο στην άμυνά του εναντίον του ρωσικού επεκτατισμού και στην προσπάθεια των Τούρκων να ανακτήσουν τις περιοχές νότια του Καυκάσου, που είχαν περιέλθει στους Ρώσους. Επαναλαμβανόταν άλλη μία φορά η πολιτική της Αγγλίας για την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά με σοβαρά ανταλλάγματα. Αν και η παραχώρηση της Κ. είχε προσωρινό χαρακτήρα (έως το 1914, οπότε προσαρτήθηκε στη Βρετανική αυτοκρατορία), η είδηση της τουρκοβρετανικής συμφωνίας προκάλεσε διεθνή αντίδραση – ακόμα και στην ίδια την Αγγλία. Παρ’ όλα αυτά, το συνέδριο του Βερολίνου αναγνώρισε τη διπλωματική πράξη του Ντισραέλι και έτσι η συμφωνία συμπληρώθηκε και επικυρώθηκε με νέα συνθήκη την 1η Ιουλίου 1878.
Είκοσι μέρες αργότερα έφτασε στην Κ. ο πρώτος Άγγλος διοικητής της, ο στρατηγός σερ Γκάρνετ Γουόλσλι. Προσφωνώντας τον, ο επίσκοπος Κιτίου Κυπριανός τόνισε την πεποίθηση των Κυπρίων ότι η βρετανική παρουσία στην πατρίδα τους δεν ήταν παρά το μεταβατικό στάδιο προς την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Ανάλογη ήταν και η στάση του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου.
Από τον Σεπτέμβριο του 1878 άρχισε η διαδικασία της νομοθετικής αυτονόμησης της Κ. Το 1880 η επικράτηση των φιλελευθέρων και του Γλάδστον στην Αγγλία αναπτέρωσε τις ελπίδες των Κυπρίων για την ένωση. Ωστόσο, η πολιτική των Άγγλων στην Κ. αποσκοπούσε στην αποικιοποίησή της. Γι’ αυτό και η βρετανική διοίκηση απεμπόλησε επανειλημμένα τα κυπριακά αιτήματα για φορολογικές και άλλες μεταρρυθμίσεις, προσπάθησε να υπονομεύσει την παιδεία, που τόνωνε την ελληνική συνείδηση των κατοίκων, και γενικά δεν έδειξε τον σεβασμό που απαιτούσε η πολιτιστική παράδοση και το ισχυρό εθνικό αίσθημα των Κυπρίων. Το αίσθημα αυτό εκδηλώθηκε με ποικίλους τρόπους, από τους οποίους μνημονεύονται εδώ μόνο οι αθρόες κατατάξεις Κυπρίων εθελοντών στους πολέμους της Ελλάδας (1897 και 1912-13).
Η κήρυξη, από μέρους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, του πολέμου εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας, τον Νοέμβριο του 1914, έγινε αφορμή να μετασχηματιστεί το καθεστώς της αγγλικής παρουσίας στην Κ. Στις 5 Νοεμβρίου ο βασιλιάς της Αγγλίας ακύρωσε την τουρκοβρετανική συνθήκη του 1878 και ανακήρυξε την Κ. αναπόσπαστο τμήμα της Βρετανικής αυτοκρατορίας. Συγχρόνως, κηρύχθηκε στο νησί η κατάργηση της σουλτανικής κυριαρχίας και όλοι οι έως τότε οθωμανοί υπήκοοι έγιναν Βρετανοί υπήκοοι. Οι δημόσιοι υπάλληλοι έδιναν όρκο εν ονόματι του Άγγλου βασιλιά και των διαδόχων του. Το καθεστώς αυτό, που δεν δημιουργήθηκε σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου (η Τουρκία δεν είχε εκδηλώσει την πρόθεση να ακυρώσει τις συμφωνίες του 1878), επισημοποιήθηκε με τις συνθήκες των Σεβρών (1919) και της Λοζάνης (1923). Μετά την τουρκική ήττα του 1918 η ίδια η Τουρκία παραιτήθηκε από κάθε δικαίωμά της στη μεγαλόνησο.
Η εθνική κρίση του Διχασμού αποτέλεσε εμπόδιο και στην προώθηση του θέματος της ένωσης της Κ. με την Ελλάδα. Τον Οκτώβριο του 1915 η Αγγλία, στην προσπάθειά της να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να εγκαταλείψει την ουδετερότητα και να ταχθεί ενεργά στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ, προσέφερε ως αντάλλαγμα στην Ελλάδα την ένωση της Κ. Ο δισταγμός της τότε κυβέρνησης Αλεξάνδρου Ζαΐμη προκάλεσε την ανάκληση της προσφοράς. Αλλά με την εκδήλωση της πρώτης εκείνης χειρονομίας των Άγγλων πραγματοποιήθηκε ουσιαστικά και η πρώτη επίσημη αναγνώριση της ελληνικότητας της Κ. εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης. Οι επίσημοι εκπρόσωποι των Κυπρίων άρχισαν σύντονες ενέργειες για την υλοποίηση του ενωτικού πόθου (1918, 1919, 1928, 1929, 1930). Οι προσπάθειες αυτές και η αντίδραση που προέβαλε η αγγλική διοίκηση της μεγαλονήσου κατέληξαν στο λεγόμενο Κίνημα του Οκτωβρίου (1931). Ταραχές και διαδηλώσεις, διακηρύξεις ιεραρχών και παραιτήσεις από το βουλευτικό αξίωμα, φυλακίσεις και καταδιώξεις προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην Κ. Η διοίκηση αντέδρασε σπασμωδικά με απαγορεύσεις στον Τύπο, στην Εκκλησία, στην παιδεία, ακόμα και στην εκτέλεση της δικαιοσύνης. Οι μητροπολίτες Κιτίου Νικόδημος και Κυρήνειας Μακάριος εξορίστηκαν, μαζί με μια ακόμα ομάδα προκρίτων.
Την αναστάτωση του 1931 διαδέχτηκε η περίοδος της τυραννικής διοίκησης του κυβερνήτη Χέρμπερτ Πάλμερ (1933-39), την οποία πάλι ακολούθησε περίοδος χαλάρωσης των ανθελληνικών μέτρων εκ μέρους των αγγλικών αρχών, αποτέλεσμα της ανάγκης που είχε δημιουργήσει η έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στους Βρετανούς να προσεταιριστούν τον πληθυσμό.
Ύστερα από πρόσκληση της βρετανικής κυβέρνησης, τον Οκτώβριο του 1946 όλες οι εθνότητες του νησιού συμμετείχαν σε μια συμβουλευτική συνέλευση για να συνεργαστούν σε μια συνταγματική μεταρρύθμιση. Στις 12 Αυγούστου 1948, όμως, η συνέλευση διαλύθηκε, επειδή δεν αποδέχτηκε ένα σχέδιο που υποβλήθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση. Μετά τον τερματισμό του Β’ Παγκοσμίου πολέμου η Ελλάδα άρχισε να κινείται για την ένωση της Κ. Στη μεγαλόνησο συγκροτήθηκε το Εθναρχικό Συμβούλιο και το Γραφείο Εθναρχίας και τον Ιανουάριο του 1951 ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος προκήρυξε ανεπίσημο δημοψήφισμα που υπογράμμισε τη θέληση της πλειονότητας των Ελληνοκυπρίων για ένωση του νησιού με την Ελλάδα (96% του πληθυσμού τάχθηκε υπέρ της ένωσης). Η βρετανική κυβέρνηση και η τουρκική μειονότητα του νησιού δεν έλαβαν καθόλου υπόψη αυτή την επιβεβαίωση της λαϊκής θέλησης. Τον Αύγουστο του 1954 η ελληνική κυβέρνηση άρχισε να κινεί τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, η Γενική Συνέλευση του οποίου δέχτηκε την ελληνική προσφυγή μετατρέποντας έτσι το Κυπριακό σε διεθνές ζήτημα. Οι ενέργειες της διπλωματίας δεν έφεραν, ωστόσο, κανένα αποτέλεσμα. Το αδιέξοδο οδήγησε στην έναρξη της δράσης (1η Απριλίου 1955) της Εθνικής Οργάνωσης Κυπριακού Αγώνος (EOKA), στην οποία η αγγλική κυβέρνηση αντέδρασε με βίαια κατασταλτικά μέτρα. Η κατάσταση περιπλέχθηκε, όταν η βρετανική πολιτική ανέμειξε στο ζήτημα την Τουρκία· τον Ιούνιο του 1955 ο Άγγλος πρωθυπουργός Ίντεν συγκάλεσε στο Λονδίνο τριμερή διάσκεψη χωρίς εκπροσώπους του κυπριακού λαού, αλλά με συμμετοχή της Τουρκίας, η οποία έγινε έτσι διεκδικητής της Κ. και ο παράγοντας αυτός συνετέλεσε στη διαιώνιση του προβλήματος. Η χρεοκοπία της τριμερούς διάσκεψης, που διοργανώθηκε στο Λονδίνο (29 Αυγούστου – 7 Σεπτεμβρίου 1955) για την επίλυση του προβλήματος, επιδείνωσε τη χρόνια αναταραχή που βασίλευε στο νησί. Η τουρκική εμπλοκή στο Κυπριακό παρουσίασε τη δραματικότερη εκδήλωσή της τον Σεπτέμβριο του 1955, με την οργανωμένη έκρηξη των τουρκικών βιαιοτήτων σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης. Δραματικά, εξάλλου, ήταν τα γεγονότα που ακολούθησαν στην Κ.: στην αντίσταση του πληθυσμού και στις επιθέσεις της EOKA η βρετανική διοίκηση απάντησε με φυλακίσεις και εκτελέσεις (Μάιος, Αύγουστος και Σεπτέμβριος 1956)· ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και άλλοι Κύπριοι κληρικοί και πολιτικοί εξορίστηκαν στα νησιά Σεϋχέλλες του Ινδικού ωκεανού. Η ελληνική κυβέρνηση εξακολούθησε την πολιτική της προσφυγής στα Ηνωμένα Έθνη. Η Αγγλία πρότεινε στους Κυπρίους νέο σχέδιο συντάγματος και απείλησε με διχοτόμηση της μεγαλονήσου. Στις 26 Φεβρουαρίου 1957 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ψηφίζοντας επί της ελληνικής προσφυγής, ζήτησε τη λύση του Κυπριακού σύμφωνα με τις αρχές του Καταστατικού Χάρτη του διεθνούς οργανισμού. Ο Μακάριος απελευθερώθηκε τον Μάιο και, μολονότι του απαγορεύτηκε να επιστρέψει στην Κ., η EOKA τήρησε την υπόσχεσή της να αναστείλει την επαναστατική της δράση.
Το καλοκαίρι του 1958 άρχισαν να σημειώνονται σοβαρά επεισόδια μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κ. Παρέμβαση του NATO απέτυχε και νέα κρούση της αγγλικής κυβέρνησης (19 Ιουνίου 1958) για εφαρμογή νέου επταετούς σχεδίου προσωρινής λύσης, με απώτερο σκοπό την αυτοδιοίκηση, συνάντησε την άρνηση των Κυπρίων. Έτσι, κατέστη σαφές ότι η μοναδική δυνατή λύση της κατάστασης ήταν η αποδοχή της πρότασης του Μακαρίου να γίνει η Κ. ανεξάρτητη δημοκρατία. Τελικά το θέμα οδηγήθηκε στη λεγόμενη συμφωνία της Ζυρίχης (Φεβρουάριος 1959), με την οποία τέθηκαν οι βάσεις της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας: τον Ιούλιο του 1960 εξελέγησαν τα μέλη της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων· στις 15 Αυγούστου η αγγλική κυριαρχία τερματίστηκε επίσημα· την επόμενη μέρα εγκαινιάστηκε η νεαρή Δημοκρατία με την ορκωμοσία του αρχιεπισκόπου Μακαρίου ως πρώτου προέδρου· τον Μάρτιο του 1961 η Κ. συμπεριλήφθηκε στα κράτη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και του Συμβουλίου της Ευρώπης και τον Σεπτέμβριο του 1961 έγινε δεκτή στα Ηνωμένα Έθνη ως 99o μέλος.
Η εσωτερική κατάσταση δεν εξελίχθηκε ομαλά, καθώς το σύνταγμα της Ζυρίχης περιείχε στοιχεία που ενίσχυαν τις διαφορές μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Το 1963 ο πρόεδρος Μακάριος –με την προτροπή των Άγγλων– υπέβαλε προτάσεις για τροποποίηση του συντάγματος. Οι Τούρκοι αντέδρασαν και προκάλεσαν ταραχές και συγκρούσεις. Το 1964, και ενώ η διαμάχη συνεχιζόταν, η Τουρκία απείλησε με εισβολή στην Κ. Η προσφυγή της κυπριακής κυβέρνησης στα Ηνωμένα Έθνη κατέληξε σε απόφαση για αποστολή ειρηνευτικής δύναμης Κυανοκράνων στο νησί. Η εσωτερική αναταραχή όμως συνεχίστηκε και η Τουρκία βομβάρδισε την Κ., τον Αύγουστο του 1964, και απείλησε ξανά με εισβολή, αλλά η παρέμβαση του Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον εμπόδισε την πραγματοποίησή της. Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το 1974 η κυπριακή κυβέρνηση δραστηριοποιήθηκε μέσω των Ηνωμένων Εθνών, επιδιώκοντας την επίλυση των προβλημάτων που εμφανίστηκαν και την κατάργηση της παράλληλης εξουσίας που προωθούσαν οι Τουρκοκύπριοι. Τα διάφορα σχέδια που υποβλήθηκαν από τον διεθνή οργανισμό δεν έγιναν όμως δεκτά από τη μία ή την άλλη πλευρά. Το 1967, αμέσως μετά την επιβολή δικτατορίας στην Ελλάδα, οι Τουρκοκύπριοι ανήγγειλαν τη δημιουργία «προσωρινής τουρκοκυπριακής διοίκησης».
Η τουρκική εισβολή και η διχοτόμηση του νησιού. Η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα δημιούργησε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, αφού οι εκπρόσωποί της στην Κ. εργάζονταν εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης του αρχιεπισκόπου Μακαρίου, ενώ απέσυραν και τη μεραρχία που είχε στείλει στο νησί ο Γεώργιος Παπανδρέου. Το 1971 ο στρατηγός Γ. Γρίβας επέστρεψε στην Κ. και οργάνωσε παράνομη δράση εναντίον του προέδρου Μακαρίου με την EOKA-Β. Ο πρόεδρος Μακάριος εξελέγη το 1968 με 97% των ψήφων, ενώ το 1973 επανεξελέγη χωρίς αντίπαλο. Η παράνομη δραστηριότητα της EOKA-Β και διαφόρων Ελλήνων αξιωματικών που είχε στείλει η χούντα στην Κ. ανάγκασαν τον Μακάριο να ζητήσει την απομάκρυνσή τους, τον Ιούλιο του 1974. Λίγες μέρες αργότερα η στρατιωτική χούντα των Αθηνών οργάνωσε πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974). Ο Μακάριος διέφυγε στο εξωτερικό, ενώ την εξουσία κατέλαβε πραξικοπηματικά ο Νικόλαος Σαμψών.
Κατά τις ημέρες που ακολούθησαν μέχρι τις 20 Ιουλίου 1974, πιστές στον πρόεδρο Μακάριο δυνάμεις και πραξικοπηματίες συγκρούονταν, με νεκρούς και τραυματίες, ενώ εκατοντάδες ήταν και οι συλλήψεις. Στις 20 Ιουλίου τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Κ. με πρόσχημα την «αποκατάσταση της νομιμότητας». Οι τουρκικές δυνάμεις κατέλαβαν μια στενή λωρίδα γης, μήκους 15 μιλίων, στην επαρχία Κυρήνειας (Αττίλας I). Στις 23 Ιουλίου η Δημοκρατία αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα και στην Κ. ανέλαβε προσωρινός πρόεδρος ο Γλαύκος Κληρίδης μέχρι την επιστροφή του Μακαρίου, στις 7 Δεκεμβρίου 1974.
Στις 14 Αυγούστου, και ενώ τα Ηνωμένα Έθνη είχαν ζητήσει την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων, η Τουρκία προέβη σε δεύτερη επίθεση και κατέλαβε το 37% των εδαφών της Κ. (Αττίλας II). Έκτοτε, η δραστηριοποίηση του OHE υπήρξε συνεχής και οι προσπάθειες για εξεύρεση λύσης οδήγησαν σε συναντήσεις του προέδρου της Κ. Μακαρίου –και μετά τον θάνατό του, το 1977, του νέου προέδρου Σπύρου Κυπριανού– με τον εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς. Παρά τις προσπάθειες του ΟΗΕ, ο Ραούφ Ντενκτάς με την υποστήριξη της Τουρκίας σκλήρυνε τη στάση του. Τούρκοι έποικοι μεταφέρθηκαν στην Κ. για δημογραφική αλλοίωση των κατεχόμενων περιοχών (κάπου 80.000 έποικοι έφτασαν μέχρι το 1995, στους οποίους αποδόθηκε παράνομα η «τουρκοκυπριακή υπηκοότητα»). Ο Ραούφ Ντενκτάς προχώρησε, το 1983, στην ανακήρυξη της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου» και επεδίωξε την αναγνώριση του ψευδοκράτους. Κανένα κράτος, όμως, εκτός ασφαλώς της Τουρκίας, δεν έχει αναγνωρίσει το ψευδοκράτος αυτό.
Από το 1974 το 37% του εδάφους της Κ. βρίσκεται υπό κατοχή, το 70% του οικονομικού δυναμικού της περιήλθε στους εισβολείς, το 40% του ελληνοκυπριακού πληθυσμού εκτοπίστηκε, χιλιάδες πολίτες φονεύθηκαν ή τραυματίστηκαν, ενώ 1.619 άτομα είναι ακόμα αγνοούμενοι.
Οι νεότερες εξελίξεις στο Κυπριακό. Το 1977 πέθανε ο πρόεδρος Μακάριος και τον διαδέχτηκε ο Σπύρος Κυπριανού, ενώ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο εξελέγη ο επίσκοπος Πάφου Χρυσόστομος. Ο Κυπριανού επανεξελέγη στη θέση του προέδρου το 1983. Οι προσπάθειες του OHE συνεχίστηκαν, χωρίς αποτέλεσμα όμως, αφού απορρίπτονταν συνεχώς από την τουρκοκυπριακή πλευρά. Το 1988 διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές και ο ανεξάρτητος υποψήφιος, οικονομολόγος Γεώργιος Βασιλείου, εξελέγη πρόεδρος με την υποστήριξη του αριστερού κόμματος ΑΚΕΛ. Ο Βασιλείου δραστηριοποιήθηκε αμέσως για την επίλυση του Κυπριακού. Η συνάντησή του όμως με τον Ντενκτάς, τον Αύγουστο του 1988, δεν απέδωσε αποτελέσματα. Νέες προτάσεις υποβλήθηκαν από τον ΟΗΕ, αλλά η επιμονή της τουρκικής πλευράς σε απαράδεκτους όρους οδήγησε και αυτές τις προσπάθειες σε αδιέξοδο.
Το 1990 η κυπριακή κυβέρνηση ζήτησε επισήμως την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση).
Η εκλογή νέου γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών ανανέωσε το ενδιαφέρον και για το Κυπριακό. Το 1992 ο νέος γενικός γραμματέας του OHE Μπούτρος Μπούτρος Γκάλι ξεκίνησε μια νέα προσπάθεια με ξεχωριστές συνομιλίες στη Νέα Υόρκη με τον πρόεδρο Βασιλείου και τον Ραούφ Ντενκτάς. Οι συνομιλίες (συνολικά τρεις γύροι) δεν έφεραν αποτέλεσμα.
Στις 14 Φεβρουαρίου 1993 εξελέγη πρόεδρος της Κ. ο Γλαύκος Κληρίδης, παλαιός πολιτικός συνεργάτης για πολλά χρόνια του αρχιεπισκόπου Μακαρίου και πρόεδρος του συντηρητικού Δημοκρατικού Συναγερμού (ΔΗΣΥ). Οι προσπάθειες του OHE για επίλυση του Κυπριακού συνεχίστηκαν τον επόμενο μήνα στη Νέα Υόρκη με βάση τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Στα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνονταν η επαναλειτουργία του αεροδρομίου της Λευκωσίας και η επανεγκατάσταση μέρους των κατοίκων της Αμμοχώστου. Ο ηγέτης των Τουρκοκυπρίων Ραούφ Ντενκτάς υπέβαλε δικές του προτάσεις που περιλάμβαναν την άρση του εμπάργκο για το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος. Οι συζητήσεις συνεχίστηκαν, αλλά δεν απέδωσαν αποτελέσματα. Στο μεταξύ, η EE αποφάσισε να ορίσει αντιπρόσωπο για την παρακολούθηση των εξελίξεων στην Κ., γεγονός που έγινε ευμενώς δεκτό από την ελληνοκυπριακή πλευρά, αλλά στο οποίο αντέδρασε ο Ντενκτάς.
Προς το τέλος του 1993 ο πρόεδρος Κληρίδης και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ανδρέας Παπανδρέου αποφάσισαν να εντείνουν τις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού και παράλληλα να ενισχύσουν την άμυνα του νησιού με τη δημιουργία του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος (μεταξύ άλλων, με κοινές στρατιωτικές ασκήσεις Ελλήνων και Κυπρίων, που προκάλεσαν τη δυσφορία Βρετανών, Αμερικανών και άλλων δυτικών συμμάχων). Τον Φεβρουάριο του 1994 ξεκίνησαν νέες επαφές των υπευθύνων του OHE (εκ του σύνεγγυς συνομιλίες) με βάση πάλι τα αποκαλούμενα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Τον Ιούλιο του 1994 το δικαστήριο της ΕΕ αποφάσισε ότι τα φρούτα που εξάγονταν από την κατεχόμενη Κ. προς τις χώρες της EE θα έπρεπε να συνοδεύονται από τα αναγκαία εξαγωγικά πιστοποιητικά, τα οποία μπορεί να εκδίδει μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία. Έτσι, ουσιαστικά, απαγορεύτηκε η εξαγωγή από τα κατεχόμενα προς τις ευρωπαϊκές χώρες. Το 1994, στη σύνοδο κορυφής της ΕΕ στην Κέρκυρα, αποφασίστηκε ότι οι αιτήσεις της Κ. και της Μάλτας θα έπρεπε να συζητηθούν στον επόμενο κύκλο διεύρυνσης της EE. Ο Ντενκτάς απείλησε ότι μια τέτοια διαδικασία θα οδηγούσε στην ένταξη του ψευδοκράτους στην Τουρκία. Η EE όμως αποφάσισε να συζητήσει το θέμα της ένταξης της Κ. ανεξαρτήτως της επίλυσης ή όχι του πολιτικού προβλήματος. Το 1995 και το 1996 έγιναν προσπάθειες προώθησης των διαδικασιών επίλυσης του Κυπριακού, τόσο από την αγγλική όσο και από την αμερικανική πλευρά. Παράλληλα, ο πρόεδρος Κληρίδης προώθησε τις επαφές με τις χώρες της EE και έλαβε μέρος ως προσκεκλημένος στη σύνοδο κορυφής στις Κάνες τον Ιούνιο του 1995. Την ίδια περίοδο οι Τούρκοι ενίσχυσαν τις θέσεις τους στη λεγόμενη Πράσινη γραμμή (συμβατική διαχωριστική ζώνη, που ορίστηκε μετά την τουρκική εισβολή στο νησί).
Το 1996 μια σειρά από ενέργειες της τουρκοκυπριακής πλευράς προκάλεσαν ένταση. Οι κατοχικές δυνάμεις, αντιδρώντας στις ειρηνικές διαδηλώσεις Ελληνοκυπρίων και ξένων με αφορμή την 21η επέτειο της εισβολής, τον Αύγουστο του 1996, πυροβόλησαν και σκότωσαν εν ψυχρώ δύο Ελληνοκυπρίους στην περιοχή της Αμμοχώστου, ενώ δολοφόνησαν και έναν ακόμη Ελληνοκύπριο ο οποίος βρισκόταν κοντά στα σύνορα, στην περιοχή της βρετανικής βάσης της Δεκέλειας. Μια νέα προσπάθεια εξεύρεσης λύσης ξεκίνησε προς το τέλος του 1996 από τη Μεγάλη Βρετανία και τις ΗΠΑ με σκοπό την επίλυση του Κυπριακού εντός του 1997.
Στις αρχές του 1997, όμως, προκλήθηκε νέα ένταση, καθώς η κυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών παρήγγειλε ένα ρωσικό αντιαεροπορικό πυραυλικό σύστημα (S-300). Ο Κληρίδης και ο Ντενκτάς συναντήθηκαν τον Ιούλιο για συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, οι οποίες όμως δεν είχαν αποτέλεσμα λόγω των αγεφύρωτων διαφωνιών για τη μορφή διακυβέρνησης της χώρας. Η ένταση σχετικά με το ρωσικό αντιαεροπορικό σύστημα ανανεώθηκε τον Σεπτέμβριο, ενώ τον Οκτώβριο η κατάσταση επιδεινώθηκε, καθώς η κυπριακή κυβέρνηση προσκάλεσε για πρώτη φορά ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις να συμμετάσχουν σε ασκήσεις στο νησί. Τον Δεκέμβριο η σύνοδος κορυφής της ΕΕ προσκάλεσε την Κ. σε διαπραγματεύσεις για την ένταξή της προκαλώντας την έντονη αντίδραση της τουρκοκυπριακής πλευράς.
Τον Φεβρουάριο του 1998 ο Κληρίδης κέρδισε τις προεδρικές εκλογές και ανανέωσε τη θητεία του για μία ακόμη πενταετία. Τον Σεπτέμβριο ο Ντενκτάς απέρριψε άλλη μία ειρηνευτική πρόταση του ΟΗΕ για επανένωση του νησιού, ενώ τον Δεκέμβριο ο Κληρίδης απέσυρε το σχέδιο για την ανάπτυξη του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-300, που τελικά κατέληξε στην Ελλάδα. Τον Ιούνιο του 1999 ο ΟΗΕ προσκάλεσε την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή πλευρά σε νέο γύρο συνομιλιών για το μέλλον του νησιού, οι οποίες τελικά ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο στη Νέα Υόρκη. Αλλά τον Δεκέμβριο του 2000 ο Ντενκτάς εγκατέλειψε τις συνομιλίες, ενοχλημένος από τη δήλωση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν ότι η επίλυση του Κυπριακού θα έπρεπε να έχει ως βάση μια ενιαία κρατική οντότητα.
Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του Μαΐου του 2001 το ΑΚΕΛ έλαβε το 34,7% των ψήφων και 20 έδρες, ενώ ο Δημοκρατικός Συναγερμός 19 έδρες και το Δημοκρατικό Κόμμα 9.
Στις 4 Δεκεμβρίου 2001 ο Κληρίδης συναντήθηκε με τον Ντενκτάς παρουσία του ειδικού συμβούλου του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για το Κυπριακό, Αλβάρο ντε Σότο, και αποφάσισαν να προχωρήσουν σε συνομιλίες χωρίς προϋποθέσεις, για όλα τα θέματα και για πλήρη συμφωνία. Στις 14 Μαΐου 2002 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ συναντήθηκε με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων προκειμένου να υποβοηθήσει τη διαδικασία και μέχρι τις 2 Ιουλίου πραγματοποιήθηκαν τέσσερις γύροι συνομιλιών χωρίς να επιτευχθεί πρόοδος.
Στις 11 Νοεμβρίου 2002 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ επέδωσε στις δύο πλευρές λεπτομερές σχέδιο για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού, ζητώντας από τους δύο ηγέτες να εκφράσουν τις απόψεις τους μέσα σε μία εβδομάδα. Στις 18 Νοεμβρίου 2002 ο πρόεδρος Κληρίδης επέδωσε την απάντηση της ελληνοκυπριακής πλευράς στον Αλβάρο ντε Σότο, εκφράζοντας την ετοιμότητά του να ξεκινήσουν χωρίς καθυστέρηση διαπραγματεύσεις με βάση το έγγραφο ενώπιον των δύο ηγετών. Η τουρκοκυπριακή πλευρά επίσης, με καθυστέρηση εννέα ημερών, απάντησε ότι αποδεχόταν το έγγραφο ως βάση για διαπραγματεύσεις. Το σχέδιο προέβλεπε δύο συστατικά κράτη (ένα ελληνοκυπριακό και ένα τουρκοκυπριακό) με ενιαία εκπροσώπηση στο εξωτερικό. Στις 10 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ παρουσίασε ορισμένες τροποποιήσεις στην πρότασή του για να προχωρήσει η διαδικασία.
Η ένταξη της Κ. στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στις 13 Δεκεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης αποφάσισε την ένταξη της Κ., μαζί με άλλες εννέα χώρες, στην ΕΕ την 1η Μαΐου 2004, χωρίς οποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Στις 26 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε μαζικό συλλαλητήριο στην κατεχόμενη Λευκωσία, στο οποίο 30.000 Τουρκοκύπριοι ζήτησαν την αποδοχή του σχεδίου Ανάν για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 2003 και επέκριναν τον Ραούφ Ντενκτάς για την αρνητική στάση που τήρησε στις διαπραγματεύσεις, καλώντας τον ταυτόχρονα να παραιτηθεί επειδή είχε χάσει την ιδιότητα του συνομιλητή. Αλλά και ο αρχηγός του Κόμματος δικαιοσύνης και ανάπτυξης, του κυβερνώντος κόμματος της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επέκρινε σε τηλεοπτική συνέντευξη τον Ντενκτάς για την πολιτική που ακολουθούσε στο Κυπριακό. Στις 14 Ιανουαρίου 2003 50.000 Τουρκοκύπριοι διαδήλωσαν για δεύτερη φορά μέσα σε 20 μέρες στην κατεχόμενη Λευκωσία υπέρ της επίτευξης συμφωνίας για το Κυπριακό μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου στη βάση του αναθεωρημένου σχεδίου Ανάν και της ένταξης στην ΕΕ. Πάντως, η προθεσμία της 28ης Φεβρουαρίου παρήλθε χωρίς αποτέλεσμα.
Τον Φεβρουάριο του 2003, σε μια κρίσιμη στιγμή για τα ζητήματα της χώρας (σχέδιο Ανάν, επικείμενη ένταξη στην ΕΕ), διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές στη μεγαλόνησο. Ο Γλαύκος Κληρίδης μεταπείστηκε την τελευταία στιγμή και έθεσε υποψηφιότητα, αλλά τελικά πρόεδρος εξελέγη στον δεύτερο γύρο, με ποσοστό 51,5%, ο Τάσσος Παπαδόπουλος, υποστηριζόμενος κυρίως από το ΑΚΕΛ.
Στις 16 Απριλίου 2003 υπογράφηκε στην Αθήνα η συνθήκη προσχώρησης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΕΕ. Στις 23 Απριλίου 2003 η τουρκοκυπριακή πλευρά αποφάσισε για πρώτη φορά μετά από 29 χρόνια να ανοίξει τα σύνορα επιτρέποντας τις επισκέψεις Ελληνοκυπρίων στα κατεχόμενα και Τουρκοκυπρίων στην ελεύθερη περιοχή.Αρχαιότητα. Παρά τη σημασία του νησιού για την πολιτική και την πολιτιστική ιστορία (μυθολογία, τέχνη) της Μεσογείου, δεν υπήρξε ξεχωριστή κυπριακή λογοτεχνία, ενώ στη διάρκεια των αιώνων η ονομασία της Κ. συνδέθηκε πολλές φορές με ονόματα γραφών, συγγραφέων και έργων. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, στην Κ. γεννήθηκε ο ποιητής Στασινός, συγγραφέας του προομηρικού έπους Κύπρια έπη, από το οποίο όμως διασώθηκαν μόλις δεκαπέντε στίχοι με μεγάλα κενά. Στα λεγόμενα Κύπρια έπη περιγράφονται σε 11 βιβλία τα γεγονότα που προηγήθηκαν από εκείνα της ομηρικής Ιλιάδας. Συγγραφέας τους αναφέρεται επίσης ο Ηγησίνος ή Ηγησίας ο Σαλαμίνιος. Για αρκετούς αιώνες ανακόπηκε η εξέλιξη των γραμμάτων στην Κ. και μόνο από τα χρόνια του Ευαγόρα σημειώθηκε αξιόλογη πνευματική κίνηση: ο Πολυκράτης, ο Ανάξαρχος, ο Μενέδημος ίδρυσαν σχολές ρητορικής στη Σαλαμίνα.
Στους ελληνιστικούς χρόνους επανεμφανίστηκε το έπος στην Κ. με κυριότερο εκπρόσωπο τον Κλέωνα τον Κουριέα, ο οποίος έγραψε τα Αργοναυτικά, που χρησίμευσαν ως πρότυπο στον Απολλώνιο τον Ρόδιο. Καλλιεργήθηκε επίσης η λυρική ποίηση, στην οποία διακρίθηκε ο ιαμβογράφος Ερμείας ο Κουριεύς, καθώς και το επίγραμμα, κυρίως αναθηματικό ή επιτύμβιο. Στα χρόνια αυτά έκανε την εμφάνισή της στην Κ. και η δραματική ποίηση, με τη μορφή της Νέας κωμωδίας και της φλυακογραφίας. Στο είδος αυτό διακρίθηκε ο Σώπατρος ο Πάφιος, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Στον πεζό λόγο υπήρξαν επίσης αξιόλογοι συγγραφείς, όπως οι ιστορικοί Άριστος ο Σαλαμίνιος, που μαζί με τον Ασκληπιάδη έγραψε ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Ερμησιάναξ ο Κύπριος, ο Δημήτριος ο Σαλαμίνιος, ο Κλέαρχος ο Σολεύς κ.ά. Μία άλλη κατηγορία συγγραφέων είναι οι μυθογράφοι ή παραδοξογράφοι, οι οποίοι ανέπτυξαν τους μύθους της εποχής.
Από τον 4o αι. π.Χ. άρχισε η ανάπτυξη της φιλοσοφίας στην Κ., της οποίας ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος ήταν ο ιδρυτής του στωικισμού Ζήνων ο Κιτιεύς (4ος-3ος αι. π.Χ.).
Η βυζαντινή, φραγκική και ενετική περίοδος. Στους νεότερους χρόνους η Κ. υποτάχθηκε στους Τούρκους πολύ νωρίτερα (1571) απ’ ό,τι η Κρήτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μην παρατηρηθεί στη μεγαλόνησο το φαινόμενο της κρητικής άνθησης του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου αι. Αλλά αυτή δεν ήταν η μόνη αιτία που ανέστειλε μια παρόμοια άνθηση στην Κ. Η στάση των Βενετών, που δεν έπαψαν ποτέ να είναι κατακτητές, βελτιώθηκε στην Κρήτη ακριβώς μετά την απώλεια της Κ.: υιοθετώντας πιο ανεξίθρησκη και φιλελεύθερη πολιτική απέναντι στον κατακτημένο ελληνικό λαό, πίστευαν πως με τη συμπαράσταση του ελληνικού στοιχείου θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να κρατήσουν δικό τους το νησί, την τελευταία βάση τους στη Μεσόγειο. Έτσι εξηγείται γιατί η άνοδος της πνευματικής στάθμης στην Κρήτη συμπίπτει με τους χρόνους που ακολούθησαν την τουρκική κατάκτηση της Κ. Ενώ, λοιπόν, η δημιουργία της Κρητικής Σχολής έχει και μια πολιτική και κοινωνική δικαίωση, όσα –σποραδικά– ανάλογα φαινόμενα παρουσιάστηκαν στην Κ. θα πρέπει να θεωρηθούν μάλλον τυχαία.
Υπάρχουν πρώτα οι Ασίζες, κείμενα ερμηνευτικά των νόμων που ίσχυαν σε χώρες με φεουδαρχικό καθεστώς. Επειδή η νομοθεσία αυτή εφαρμόστηκε και στη φραγκοκρατούμενη K., προέκυψε η ανάγκη να μεταφραστούν και οι Ασίζες (Ασίζες του βασιλείου της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ, περ. 1390), με τις οποίες έχουμε σήμερα ένα ζωντανό δείγμα κυπριακής δημοτικής γλώσσας της τότε εποχής.
Στο πρώτο μισό του 15ου αι. έζησε ο χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς, που σε μια γραφική –παρά τους πλατειασμούς του– γλώσσα έγραψε τη χρονογραφία του, όπου εξιστορεί με τον απλοϊκό τρόπο του τα μεγαλεία και τα πάθη του νησιού, αρχίζοντας από τα παλιά και μένοντας περισσότερο στα χρόνια της φραγκοκρατίας από την εποχή του Πέτρου A’ Λουζινιάν (1359). Ανάλογο ενδιαφέρον έχει η χρονογραφία του Γεωργίου ή Τζωρτζή Βουστρώνιου, η οποία χρονολογικά συμπληρώνει το έργο του Μαχαιρά, αναφερόμενη στα μεταγενέστερα γεγονότα. Οι χρονογραφίες αυτές (που δεν είναι οι μόνες) συνεχίζουν μια παλιά βυζαντινή παράδοση.
Τον 15o και τον 16o αι. εμφανίστηκε μια σημαντική ομάδα λογοτεχνικών κειμένων, που ήταν γραμμένα σε νεοελληνική γλώσσα και χαρακτηρίζονταν από ιδιοτυπίες της διαλέκτου της Κ. Πρόκειται βασικά για λαϊκά ερωτικά τραγούδια, μπαλάντες και σονέτα γραμμένα σύμφωνα με την ιταλική τεχνοτροπία. Στην ποίηση, δίπλα στην πλούσια παρουσία δημοτικών τραγουδιών, παρατηρείται η εμφάνιση δόκιμης λυρικής ποίησης επηρεασμένης από τη Δύση, και συγκεκριμένα τα Κυπριακά ερωτικά ποιήματα (αρχές 16ου αι.), που τόσο θαυμάζονται από τους ιστορικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Η στενή σχέση που υπάρχει με την αντίστοιχη ποίηση της Ιταλίας, και κυρίως του Πετράρχη, τον οποίο κάποτε ο άγνωστος ποιητής απλώς μεταφράζει, μας υποχρεώνει να δεχτούμε πως αυτός ήταν ένας λόγιος (και ανήκε στην τάξη των ευγενών, καθώς συμπεραίνουμε από την περιγραφή του οικογενειακού του οικόσημου, που κάνει σε ένα ποίημά του). Τα ποιήματα αυτά είναι γραμμένα σε έντονα ιδιωματική γλώσσα, που δυσχεραίνει την κατανόηση και, συνεπώς, την αισθητική τους εκτίμηση. Παρά τη λαϊκή γλώσσα τους, όμως, δεν παρατηρείται σε αυτά το γνωστό φαινόμενο της κρητικής λογοτεχνίας της ακμής, όπου τα δυτικά πρότυπα δέχτηκαν μια έντονη μετάπλαση, υπό την επίδραση της λαϊκής παράδοσης. Εδώ υπάρχει η προσωπική ποίηση κάποιου αισθαντικού. Γι’ αυτό και δεν είχαν τα συγκεκριμένα ποιήματα απήχηση στον λαό, που έμεινε αφοσιωμένος στα δικά του τραγούδια, τα οποία, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, γνώρισαν μεγάλη ακμή. Από την πλούσια λαϊκή παράδοση εμπνεύστηκαν και οι λαϊκοί ποιητάρηδες, που είτε διέσωσαν τα παλιά δημοτικά τραγούδια (σαν ένα είδος σύγχρονων ομηρικών ραψωδών) είτε συνέθεσαν και τραγούδησαν δικά τους. Πολλοί από αυτούς ήταν επαγγελματίες, γύριζαν από τόπο σε τόπο και απήγγειλαν ή πουλούσαν τα φυλλάδιά τους. Η επίδραση στο περιβάλλον τους υπήρξε μεγάλη, πολύ μεγαλύτερη από την επίδραση των όμοιών τους ποιητών της Κρήτης· οι στίχοι τους διαδόθηκαν στον λαό και πολλές φορές απέκτησαν τη σημασία και την αξία δημοτικών τραγουδιών. Οι ποιητάρηδες συνέχισαν την παράδοση παλαιότερων στιχουργών των μεταβυζαντινών χρόνων (15ος-16ος αι.).
Η νεότερη λογοτεχνία. Η κυπριακή διάλεκτος αντικαταστάθηκε σταδιακά στη λογοτεχνία από τη νεοελληνική γλώσσα την οποία χρησιμοποιώντας ο Νίκος Νικολαΐδης διακρίθηκε (1884-1956) ως συγγραφέας νησιωτικών αφηγημάτων και διηγημάτων, ενώ στις επόμενες λογοτεχνικές γενιές κυριάρχησαν οι ποιητές, ξεκινώντας από τον Γλαύκο Αλιθέρση (1897-1965). Στο όνομα του Αλιθέρση γρήγορα προστέθηκαν τα ονόματα του Τεύκρου Ανθία και του Παύλου Κριναίου και με χρονολογική σειρά του Θεόδωρου Πιερίδη, του Νίκου Κρανιδιώτη, του Κύπρου Χρυσάνθη, του Αχιλλέα Πυλιώτη, του Παντελή Μηχανικού, του Λουκή Ακρίτα καθώς και πολλών άλλων.
Η τουρκική εισβολή και η κατοχή της Κ. κατέλαβε σημαντικό ρόλο στη θεματολογία της κυπριακής λογοτεχνίας. Η προσφυγιά, οι αγνοούμενοι, οι πολιτιστικές καταστροφές με τις επιπτώσεις τους στον πολιτικό, στον οικονομικό και στον κοινωνικό τομέα εμπλούτισαν τη λογοτεχνία. Η νέα λογοτεχνική γενιά εμφανίστηκε με πλούσιες και ενδιαφέρουσες εκδόσεις. Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο Ανδρέας Αριστοφίδης, ο Άνθος Λυκαυγής, ο Μιχάλης Πασιαρδής, η Ρήνα Κατσέλλη, η Πίτσα Χαραλαμπίδη, ο Αντώνης Πιλλάς, είναι μερικά από τα δεκάδες ονόματα που προστέθηκαν στον πλούσιο κατάλογο των Κυπρίων λογοτεχνών, ποιητών και πεζογράφων.Η Κ., ανάμεσα στους μεγάλους πολιτισμούς, τον Ανατολικό και τον Αιγαιακό, δημιούργησε δικό της πολιτισμό, τον οποίο γενικά χαρακτηρίζει ο συντηρητισμός. Αν και πλησιέστερα στην Ανατολή, στρεφόταν πάντοτε περισσότερο προς τη Δύση.
Ο πολιτισμός της Κ. ανάγεται στο πολύ μακρινό παρελθόν: ήδη από τη νεολιθική εποχή (5800-3000 π.Χ.) εμφανίζεται ένας πολύ ανεπτυγμένος από υλική και πνευματική άποψη πολιτισμός, ενώ η καλλιτεχνική παραγωγή των χρόνων αυτών είναι άφθονη και υψηλής ποιότητας. Ίχνη της παλαιολιθικής ή της μεσολιθικής εποχής δεν έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα στην Κ., ο πολιτισμός όμως τον οποίο ανέπτυξε κατά τους νεολιθικούς χρόνους, με κέντρα τη Χοιροκοιτία, τη Σωτήρα και την Ερήμη, ήταν τόσο ανεπτυγμένος ώστε να προϋποθέτει την ύπαρξη προγενέστερων πολιτισμών.
Νεολιθική εποχή. Στον αρχαιότερο νεολιθικό οικισμό, αυτόν του οικισμού της Χοιροκοιτίας, που ανάγεται στις αρχές της 6ης χιλιετίας π.Χ. (περ. 5800 π.Χ.) συναντώνται ο τύπος της θολωτής κατοικίας (αρκετά ανεπτυγμένης), ωραιότατα λίθινα σκεύη καλά επεξεργασμένα, ειδώλια, εργαλεία, κοσμήματα και διάφορα άλλα μικροτεχνήματα. Πιστεύεται ότι οι κάτοικοι αυτοί της Κ. είχαν έρθει από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία και μικρό ποσοστό από την Κιλικία και την κάτω Αρμενία. Στα ανώτερα στρώματα του οικισμού της Χοιροκοιτίας, του οποίου η αρχαιότερη φάση είναι προκεραμική, εμφανίζεται η κεραμική, της οποίας η παρουσία είναι μεγαλύτερη στη Σωτήρα (3500-3000 π.Χ.). Ένα δείγμα κεραμικής από τη Χοιροκοιτία είναι το αγγείο με τη λεγόμενη χτενιστή διακόσμηση. Η κεραμική γενικεύεται κατά την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, την οποία αντιπροσωπεύει ο οικισμός της Ερήμης (3000-2500 π.Χ.), κυρίως με αγγεία που φέρουν ερυθρή διακόσμηση σε λευκό έδαφος και μοιάζουν με τα αγγεία του Διμηνιού της Θεσσαλίας. Το σημαντικότερο γεγονός στον πολιτισμό της Ερήμης είναι η εμφάνιση του χαλκού.
Πρώτη εποχή του χαλκού (2300-1900 π.Χ.). Η φήμη της Κ. ως χώρας πλούσιας σε χαλκό ήταν πιθανώς η κυριότερη αιτία της άφιξης νέων αποίκων, πιθανότατα από τη δυτική Μικρά Ασία κατά τον 23o αι. π.Χ. Οι νέοι άποικοι, που έφεραν μαζί τους τα προϊόντα της χώρας τους και κυρίως ένα νέο είδος αγγειοπλαστικής με ερυθρό στιλπνό γάνωμα, εγκαταστάθηκαν ειρηνικά στο νησί. Εισήγαγαν επίσης την τέχνη της μεταλλουργίας και νέα έθιμα ταφής. Τα μικρασιατικά στοιχεία αφομοιώθηκαν πολύ νωρίς προς το κυπριακό στοιχείο και έτσι δημιουργήθηκε ο χαρακτηριστικός για το νησί πολιτισμός της πρώιμης εποχής του χαλκού (2300-1900 π.Χ.). Την αγγειοπλαστική χαρακτηρίζουν ο δυναμισμός, η αρχιτεκτονική σύνθεση και η πλούσια ποικιλία στο σχήμα και στην ανάγλυφη ή εγχάρακτη διακόσμηση. Οι εξωτερικές σχέσεις της Κ. περιορίζονταν την εποχή εκείνη κυρίως με τη Συρία και την Παλαιστίνη και αργότερα με την Κρήτη και την Αίγυπτο.
Μέση εποχή του χαλκού (1900-1550 π.Χ.). Η μέση εποχή του χαλκού παρουσιάζεται ως μια ομαλή εξέλιξη της πρώιμης, χωρίς καμία διακοπή ή καταστροφή. Κατά την περίοδο αυτή εμφανίζεται ένας νέος τύπος αγγείου με γραπτή διακόσμηση σε λευκό έδαφος. Την ίδια εποχή οι σχέσεις της Κ. με τις γειτονικές χώρες εμφανίζονται στενότερες· έτσι η κυπριακή τέχνη χάνει τον τοπικό χαρακτήρα της και τον δυναμισμό της προηγούμενης εποχής και αναπτύσσεται μέσα στα πλαίσια ποικίλων εξωτερικών επιδράσεων.
Ύστερη εποχή του χαλκού (1550-1050 π.Χ.). Η εποχή αυτή πρέπει να θεωρηθεί η σημαντικότερη καμπή στην ιστορία της K. Ένας σημαντικός αριθμός Αχαιών –καθώς εξαπλώνονταν από την ηπειρωτική Ελλάδα προς την Ανατολή– έφτασαν στο νησί, αρχικά ως έμποροι και ύστερα ως άποικοι. Ο αυτόχθων πληθυσμός, πιθανώς συγγενής προς αυτούς, αφομοιώθηκε σιγά-σιγά, και με την άφιξη νέων αποίκων κατά τους επόμενους αιώνες, κυρίως μετά τον Τρωικό πόλεμο, η Κ. είχε ήδη εξελληνιστεί, πριν από το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. Οι νέοι άποικοι έφεραν μαζί τους τη γλώσσα, τη γραφή, τη θρησκεία, την τέχνη, τα ήθη και τα έθιμά τους. Για πρώτη φορά χτίστηκαν στην Κ. πόλεις με ανεπτυγμένη πολεοδομία, κυριότερη από τις οποίες ήταν η Εγκώμη. Αρχικά εμφανίστηκε μια νέα κεραμική, γνωστή ως κεραμική του λευκού επιχρίσματος, και άλλη, δακτυλιόσχημη, γρήγορα όμως η Κ. πλημμυρίστηκε από μυκηναϊκά αγγεία, κοσμήματα και άλλα είδη τέχνης. Η μυκηναϊκή τέχνη αντανακλάται κυρίως στην αγγειογραφία, όπου διάφορες συνθέσεις κοσμούν την επιφάνεια των αγγείων, κυρίως μεγάλων κρατήρων. Μερικά από τα συνηθέστερα θέματα είναι ανθρώπινες μορφές, άρματα, χταπόδια, ζώα ή πουλιά. Υπάρχουν επίσης ωραιότατα δείγματα χρυσών κοσμημάτων και ένα ασυνήθιστα μεγάλο χάλκινο άγαλμα κερασφόρου θεού, ένα ρυτό από φαγεντιανό πηλό και διάφορα άλλα αξιόλογα έργα μυκηναϊκής τέχνης.
Γεωμετρική εποχή (1050-700 π.Χ.). Το τέλος της 2ης χιλιετίας π.Χ. χαρακτηρίζεται από τη χρήση ενός νέου μετάλλου, του σιδήρου. Η εμφάνιση του συμπίπτει με τις συνθήκες που έθεσαν τέρμα στον μυκηναϊκό πολιτισμό. Αυτό σχετίζεται πιθανώς με την εισβολή των θαλάσσιων λαών στην περιοχή που βρέχεται από την ανατολική Μεσόγειο. Στην κυρίως Ελλάδα οι Αχαιοί παραχώρησαν τη θέση τους στους Δωριείς· η Κ. όμως κατόρθωσε να μείνει μακριά από κάθε κίνδυνο και έτσι μπήκε στη γεωμετρική εποχή, χωρίς βίαιη αλλαγή στον πολιτισμό της. Κύρια χαρακτηριστικά της εποχής αυτής είναι μια καθαρά γεωμετρική διακόσμηση των αγγείων, εξέλιξη από την υπομυκηναϊκή τεχνοτροπία, και η εμφάνιση της τοξωτής χάλκινης πόρπης, η οποία αντικατέστησε τις παλιότερες καρφίδες. Κατά τους χρόνους αυτούς χτίστηκαν και πολλές παραλιακές πόλεις της Κ. Τότε επίσης εμφανίστηκαν στο νησί, κυρίως στο Κίτιον, οι Φοίνικες, που εξαπλώνονταν προς τη Δύση.
Αρχαϊκή εποχή (700-480 π.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή η Κ. ξαναβρήκε το πρότερο μεγαλείο της χάλκινης εποχής και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική και στην καλλιτεχνική ανάπτυξη του τόπου, πλέον όμως ως προκεχωρημένο κέντρο του ελληνισμού. Η ευημερία του νησιού αντανακλάται στον πλούτο της κεραμικής, της χρυσοχοΐας, της γλυπτικής, της ταφικής αρχιτεκτονικής, αλλά και στη λογοτεχνία (Κύπρια έπη) και στη μουσική (πολυάριθμα ειδώλια που απεικονίζουν κρούση μουσικών οργάνων). Κατά το δεύτερο μισό του 6ου αι. π.Χ. ο ισχυρότερος βασιλιάς του νησιού, ο Ευέλθων, ηγεμόνας της Σαλαμίνας, έκοψε και τα πρώτα νομίσματα. Στους βασιλικούς τάφους των χρόνων αυτών τα έθιμα ταφής είναι ομηρικά. Η κεραμική, που αποκαλείται συμβατικά «του ελεύθερου εδάφους» (διακοσμητική σύνθεση χωρίς πλαίσιο), χρησιμοποιεί συχνά ως διακοσμητικά θέματα ταύρους, πουλιά, ψάρια και ανθρώπινες σχηματοποιημένες μορφές με πλούσια πολυχρωμία. Όλα αυτά θυμίζουν τον ζωγραφικό ρυθμό των μυκηναϊκών αγγείων της Κ. Η αιτία για την οποία διατηρήθηκαν τα πολιτιστικά και τα καλλιτεχνικά στοιχεία που ανάγονται στους μυκηναϊκούς χρόνους είναι ο συντηρητικός χαρακτήρας των Κυπρίων. Η γλυπτική, που αρχικά είχε δεχτεί την επίδραση της Ανατολής, εξελίχθηκε γρήγορα ως ελληνική αρχαϊκή τέχνη, και μάλιστα ιωνική.
Κλασική εποχή (480-325 π.Χ.). Η εποχή αυτή, από καλλιτεχνική και λογοτεχνική άποψη, είναι ο χρυσός αιώνας της Ελλάδας· είναι επίσης η περίοδος αποτίναξης του περσικού ζυγού. Η Κ., όπως και οι υπόλοιποι ελληνικοί χώροι του ανατολικού Αιγαίου, δεν είχε την ίδια τύχη, αλλά παρέμεινε υπό περσική κυριαρχία για πολλά ακόμα χρόνια. Οι βασιλιάδες της Κ., φόρου υποτελείς στους Πέρσες, διατήρησαν τα βασίλειά τους. Το πνεύμα της αντίστασης αντανακλάται στην τέχνη του 5ου αι. π.Χ., κυρίως στη γλυπτική. Η περσική δεσποτεία ανέκοψε κάπως την πρόοδο, γιατί επί ένα διάστημα οι πολιτιστικές σχέσεις με την Ελλάδα είχαν διακοπεί εντελώς, όχι όμως και οι εμπορικές και οικονομικές ανταλλαγές. Κατά την εποχή αυτή εισήχθησαν στην Κ., κυρίως στο Μάριον, πολλά αττικά αγγεία, η τέχνη των οποίων επηρέασε και την κυπριακή. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ευαγόρα (411-374; π.Χ.), τον οποίο οι Αθηναίοι και τίμησαν πολλές φορές και βοήθησαν πολύ στους αγώνες του εναντίον των Περσών, η Κ. επανέλαβε τις καλλιτεχνικές και τις πολιτιστικές σχέσεις της με την Ελλάδα και πολλοί Αθηναίοι φιλόσοφοι, καλλιτέχνες και μουσικοί εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα. Η γλυπτική ακολουθούσε πλέον πιστά τους κορυφαίους Έλληνες γλύπτες, αν και συχνά απαντάται μια αξιόλογη πρωτοτυπία. Τα ελληνικά ήθη και έθιμα διαδόθηκαν πλέον σε ολόκληρο το νησί.
Ελληνιστική εποχή (325-50 π.Χ.). Στη νέα εποχή που ξεκίνησε για την Ελλάδα, την Κ. αλλά και για ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή, με τον Μέγα Αλέξανδρο, η μεγαλόνησος μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου και τη διαμάχη των Επιγόνων περιήλθε υπό την κυριαρχία των Πτολεμαίων της Αιγύπτου, υπό τους οποίους παρέμεινε έως το 58 π.Χ. Γνώρισε όμως εκείνη την περίοδο μια νέα ευημερία. Ωστόσο, ελάχιστα μνημεία της εποχής εκείνης έχουν έρθει στο φως, γι’ αυτό και ο ελληνιστικός πολιτισμός του νησιού είναι ελάχιστα γνωστός σήμερα σε μας. Πάντως, είναι βεβαιωμένη η ύπαρξη γυμνασίων, θεάτρων, ναών και άλλων δημόσιων κτιρίων· η γλυπτική έφτασε σε υψηλό επίπεδο, ενώ η κεραμική και όλη η τέχνη της Κ. είναι η λεγόμενη κοινή, όπως συναντάται σε όλο τον ελληνιστικό κόσμο.
Ελληνορωμαϊκή εποχή (58 π.Χ. – 395 μ.Χ.). Κατά την ελληνορωμαϊκή περίοδο χτίστηκαν πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, πολλά από τα οποία σώζονται έως σήμερα. Σημαντικό γεγονός της ιστορίας του νησιού είναι η επίσκεψη (45 μ.Χ.) του Αποστόλου Παύλου και ο προσηλυτισμός στον χριστιανισμό του Ρωμαίου ανθύπατου Σεργίου Παύλου. Στη Σαλαμίνα ήρθαν στο φως το Γυμνάσιο και το θέατρο, ενώ παλαιότερα είχαν ανασκαφεί η Αγορά και ο ναός του Ολυμπίου Διός. Στο Κούριον ανασκάφηκε το θέατρο, το στάδιο, ο ναός του Απόλλωνα Υλάτου και οικίες με ψηφιδωτά δάπεδα. Στην Παλαίπαφο σώζονται ακόμα τα ερείπια του ναού της Αφροδίτης, ενώ στη Νέα Πάφο ανασκάφηκαν δύο οικίες με ωραιότατα ψηφιδωτά δάπεδα. Πολλά αγάλματα έχουν ανακαλυφθεί σε ολόκληρη την Κ., ιδίως στο Γυμνάσιο της Σαλαμίνας. Ένα ωραιότατο χάλκινο άγαλμα του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου βρέθηκε επίσης στους Χύτρους. Η αγγειοπλαστική και οι άλλες τέχνες της Κ. ήταν, όπως και κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, κοινές σε όλο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Ο καθαρά κυπριακός χαρακτήρας στην τέχνη έσβησε προ πολλού μέσα στην οικουμενικότητα του ελληνιστικού και έπειτα του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Οι μεγάλοι σεισμοί των αρχών του 4ου αι. μ.Χ. έθεσαν τέρμα στα κυριότερα κέντρα του κυπριακού πολιτισμού· με την εμφάνιση και την εγκαθίδρυση του χριστιανισμού άρχιζε μια νέα περίοδος.
Η πρώιμη βυζαντινή εποχή (395-648 μ.Χ.). Η βυζαντινή τέχνη εισήχθη πολύ νωρίς στο νησί. Η Κ. είχε δεχτεί τον χριστιανισμό ήδη από την εποχή των Αποστόλων και αποτέλεσε από την αρχή τμήμα του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, αλλά τα χριστιανικά μνημεία της δεν είναι αρχαιότερα του β’ μισού του 4ου αι. μ.Χ. Πρόκειται κυρίως για λαξευτούς τάφους ή κοιμητήρια που έχουν βρεθεί σε πολλές περιοχές του νησιού. Η αρχιτεκτονική τους είναι εκείνη των ρωμαϊκών τάφων, αποτελούνται δηλαδή από έναν θάλαμο, στις τρεις πλευρές του οποίου ανοίγονται αρκοσόλια· στην τέταρτη πλευρά βρίσκεται η είσοδος, συνήθως ορθογωνική και φρασσόμενη με λίθο, στην οποία οδηγεί κατά κανόνα μια λαξευτή κλίμακα. Οι χριστιανικοί τάφοι διακρίνονται από τους εθνικούς από το σημείο του σταυρού και τα χριστιανικά μονογράμματα.
Από το τέλος του 4ου αι., και ιδίως κατά τον 5o, 6o και το πρώτο μισό του 7ου αι., παρατηρείται μια ακμαία πρωτοβυζαντινή τέχνη στην Κ. Τότε ανεγέρθηκαν πολλές βασιλικές, σήμερα ερειπωμένες, η αρχαιότερη από τις οποίες είναι η πεντάκλιτη βασιλική, η λεγόμενη του Αγίου Επιφανίου στη Σαλαμίνα. Άλλες σημαντικές βασιλικές έχουν ανασκαφεί στη Σαλαμίνα (Καμπανόπετρα), στους Σόλους, στο Κούριο, στην Πάφο (Λιμενιώτισσα), στον Άγιο Γεώργιο της Πέγειας, στην Αγία Τριάδα κ.α. Οι βασιλικές αυτές είναι συνήθως τρίκλιτες, με μία ή τρεις προεξέχουσες στα ανατολικά αψίδες. Σε ορισμένες περιπτώσεις (βασιλικές Αγίου Επιφανίου, Κουρίου, Καμπανόπετρας, Λιμενιωτίσσης) στενοί διάδρομοι περιβάλλουν τις μακρές πλευρές. Έχουν νάρθηκα και αίθριο προς τη δύση και σπανιότερα ένα δεύτερο αίθριο στα ανατολικά (βασιλική Καμπανόπετρας). Από πλευράς αρχιτεκτονικού τύπου, οι κυπριακές βασιλικές συνδέονται με τις βασιλικές της Παλαιστίνης και της Κωνσταντινούπολης.
Από τις γραπτές πηγές είναι γνωστό ότι οι βασιλικές κοσμούνταν με τοιχογραφίες και ψηφιδωτά· πράγματι, κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν σε διάφορες βασιλικές τεμάχια εντοιχίων ψηφιδωτών. Ενδεικτικά της μνημειώδους ζωγραφικής της περιόδου αυτής είναι τα ψηφιδωτά που κοσμούν τα τεταρτοσφαίρια τριών αψίδων πρωτοβυζαντινών ναών· οι αψίδες αυτές έχουν ενσωματωθεί σε ναούς της μέσης βυζαντινής περιόδου. Έτσι, στο τεταρτοσφαίριο του ναού της Παναγίας Κανακαρίας στη Λυθράγκωμη διασώζεται ένα μεγάλο μέρος της ψηφιδωτής διακόσμησης, η οποία χρονολογείται στον 6o αι. Μέσα σε ένα παραδοσιακό τοπίο με φοίνικες και πλατύφυλλα φυτά εικονιζόταν η Θεοτόκος ένθρονη, με τον Χριστό στα γόνατά της, μεταξύ των Αρχαγγέλων. Τη σύνθεση περιέβαλε μια ευρεία διακοσμητική ζώνη με στηθάρια των Αποστόλων και του Χριστού. Διατηρούνται σήμερα ένα μεγάλο μέρος της Θεοτόκου, εκτός από το κεφάλι, ο Χριστός, το πάνω μισό του Αρχάγγελου που βρίσκεται στα δεξιά της Θεοτόκου καθώς και δέκα από τα δεκατρία στηθάρια με τις μορφές των Αποστόλων. Η τεχνοτροπία του ψηφιδωτού αυτού και η εικονογραφική του συγγένεια με τα ψηφιδωτά του Σινά και του αρχιεπισκοπικού παρεκκλησίου της Ραβένα το τοποθετούν στους χρόνους του Ιουστινιανού. Σε λιγότερο καλή κατάσταση σώζεται το ψηφιδωτό της αψίδας του ναού της Παναγίας Κυράς κοντά στο χωριό Λιβάδι της Καρπασίας. Εκεί εικονίζεται η Θεοτόκος δεόμενη σε χρυσό βάθος· το κεφάλι της και το υψωμένο δεξί της χέρι έχουν δυστυχώς καταστραφεί. Η τεχνική και η τεχνοτροπία του ψηφιδωτού αυτού το ανάγουν στον 6o αι.
Στο ψηφιδωτό της αψίδας του ναού της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι, το οποίο διατηρείται σε καλύτερη κατάσταση, η Θεοτόκος εικονίζεται όρθια, μεταξύ των αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, με τον Χριστό στο αριστερό της χέρι κατά τον μεταγενέστερο τύπο της Οδηγήτριας. Η τεχνική του ψηφιδωτού αυτού, σε συνδυασμό με την ιμπρεσιονιστική του τεχνοτροπία και τον μη εξελιγμένο ακόμα τύπο της Οδηγήτριας, καθώς και η διαφορά που παρατηρείται στις στάσεις των Αγγέλων και της Θεοτόκου, οδήγησαν στη χρονολόγησή του από τον 4o έως τον 14o αι.· σήμερα πάντως τοποθετείται γενικά στις αρχές του 7ου αι.
Ένα μικρό δείγμα της μνημειώδους ζωγραφικής της πρώιμης βυζαντινής περιόδου έχει διασωθεί στο λεγόμενο Αγίασμα του Νικομήδους στη Σαλαμίνα. Εκεί εικονίζεται η μορφή του Χριστού κατά τον συροπαλαιστινιακό τύπο, επάνω από ένα τοπίο με υδρόβια φυτά, ψάρια και πουλιά, γεμάτο ελληνιστική χάρη.
Οι αραβικές επιδρομές και η κυρίως βυζαντινή περίοδος (648-1191). Από το 648 και για τρεις και πλέον αιώνες οι Άραβες διεξήγαγαν επανειλημμένες επιδρομές εναντίον του νησιού, παρά τις συνθήκες περί της ουδετερότητάς του μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων. Οι επιδρομές αυτές είχαν βαριές συνέπειες για την ανέλιξη της βυζαντινής τέχνης στην Κ. Τα περισσότερα μνημεία της πρώτης περιόδου καταστράφηκαν, δεν ανακόπηκε όμως τελείως η εξέλιξη της τέχνης. Η Κ., εξαιτίας της ουδετερότητάς της, παρέμεινε μακριά από τις εικονομαχικές έριδες που συντάραξαν τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και έγινε καταφύγιο ή τόπος εξορίας πολλών εικονολατρών μοναχών, όπως πληροφορούν η Χρονογραφία του Θεοφάνη και οι Βίοι του αγίου Στεφάνου του νέου και του Ρωμανού του νεομάρτυρα. Οι περισσότεροι από τους μοναχούς αυτούς προέρχονταν από τη Μικρά Ασία και –όπως ήταν επόμενο– μεταφύτευσαν στην Κ. την τέχνη των μικρασιατικών μοναστικών κέντρων. Πολλοί Κύπριοι, εξάλλου, είχαν μεταφερθεί αιχμάλωτοι στη Συρία, όπου γνώρισαν την τοπική τέχνη. Αποτέλεσμα των επιδράσεων αυτών υπήρξε η εμφάνιση ενός νέου ρυθμού στην αρχιτεκτονική, της καμαροσκέπαστης βασιλικής και της καλύτερης τοιχοδομίας από τετραγωνισμένους πωρόλιθους. Δείγματα αυτού του νέου αρχιτεκτονικού ρυθμού αποτελούν οι μεγαλοπρεπείς βασιλικές της Αφέντρικας και της Συκάδας κοντά στο Ριζοκάρπασο, οι οποίες χτίστηκαν πάνω στα ερείπια παλαιότερων ξυλόστεγων βασιλικών, η βασιλική της Αγίας Βαρβάρας κοντά στην Κορόβια, ο ενδιάμεσος τύπος του ναού της Παναγίας Κανακαρίας κ.ά. Κατά την περίοδο αυτή εμφανίστηκαν και οι πρώτοι ναοί με τρούλο, όπως ο ναός του Αγίου Γεωργίου της Αφέντρικας Ριζοκαρπάσου. Περίπου το 900 πιθανότατα χτίστηκαν οι ναοί του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα και του Αποστόλου Βαρνάβα κοντά στη Σαλαμίνα που φέρουν τρεις τρούλους, ενώ προς το τέλος της περιόδου αυτής χτίστηκαν οι πεντάτρουλοι ναοί της Περιστερώνας και της Γεροσκήπου, οι οποίοι αποτελούν συνδυασμό του τρίκλιτου καμαροσκέπαστου και του εγγεγραμμένου σταυροειδούς.
Τα δείγματα της ζωγραφικής της περιόδου αυτής είναι ελάχιστα: λίγα διακοσμητικά στα εσωράχια των τόξων της βασιλικής της Αγίας Βαρβάρας και του ναού της Παναγίας Κανακαρίας και ίσως οι φθαρμένες τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Σολομονής κοντά στην Κώμη του Γιαλού, με ισχυρή ανατολική επίδραση.
Το 965 η Κ. απεμπόλησε οριστικά τον αραβικό κίνδυνο και αποτέλεσε ιδιαίτερη επαρχία του βυζαντινού κράτους έως την κατάληψή της από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο το 1191. Η στενή σύνδεση του νησιού με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη ακμή της βυζαντινής τέχνης στη μεγαλόνησο.
Στην αρχιτεκτονική εφαρμόστηκαν οι τύποι του εγγεγραμμένου σταυροειδούς μετά τρούλου (ναοί Αγίου Φίλωνος και Αγίου Συνεσίου Ριζοκαρπάσου, Αγίου Γεωργίου Χορδακιών κοντά στη Σωτήρα, Αγίου Νικολάου της Στέγης κοντά στην Κακοπετριά, Αγίου Ηρακλειδίου της Μονής Λαμπαδιστού κ.ά.), του μονόκλιτου σταυροειδούς μετά τρούλου (παρεκκλήσιο Μονής Χρυσοστόμου, ναοί Παναγίας στο Τρίκωμο, Παναγίας του Άρακος στα Λαγουδερά, Αγίων Αποστόλων στο Πέρα Χωρίον κ.ά.), του νησιωτικού οκταγωνικού (το καθολικό της Μονής Χρυσοστόμου που κατεδαφίστηκε, ο ερειπωμένος ναός του Αγίου Ιλαρίωνα στο ομώνυμο κάστρο, ο ναός του Αντιφωνητικού κοντά στον Άγιο Αμβρόσιο και ο ερειπωμένος ναός στο Μαργί), του απλού εξαγωνικού (Παναγία Αψινθιώτισσα), του ελεύθερου σταυρού (Παναγία Κυρά), καθώς και του απλού καμαροσκέπαστου, μικρών διαστάσεων ναού (Ασίνου, Αγία Μαύρα Ριζοκαρπάσου, Άγιος Γεώργιος Σακκάς κοντά στη Γιαλούσα, Άγιος Σέργιος κοντά στη Νέτα κ.ά.). Οι εγγεγραμμένοι σταυροειδείς είναι κατά κανόνα τετράστυλοι· η τοιχοδομία των ναών αποτελείται από λίθους, άλλοτε τετραγωνισμένους πωρόλιθους και άλλοτε ακατέργαστους. Μόνο κατ’ εξαίρεση χρησιμοποιούνταν οπτόπλινθοι στα τόξα, στους θόλους και στα αψιδώματα, εναλλασσόμενοι με τετραγωνισμένους πωρόλιθους, σε ναούς των οποίων η τέχνη δέχτηκε την επίδραση της Κωνσταντινούπολης. Στους ναούς αυτούς τα τύμπανα των τρούλων διατρυπώνται από 12 παράθυρα, ενώ στους υπόλοιπους υπάρχουν συνήθως 4 παράθυρα στους τρούλους.
Περισσότερο συνδεδεμένη με την τέχνη της Κωνσταντινούπολης είναι η ζωγραφική της περιόδου αυτής. Τα αρχαιότερα δείγματα είναι οι λίγες αλλά ωραίες τοιχογραφίες του λαξευτού ναϋδρίου της Αγίας Μαύρας της Χρυσοκάβας στην Κυρήνεια, που μπορούν να αναχθούν ίσως στα τέλη του 10ου αι., και οι τοιχογραφίες της δυτικής καμάρας των εσωραχίων των τόξων κλπ. (Μεταμόρφωση, Έγερση του Λαζάρου, Βαϊοφόρος, Κοίμηση της Θεοτόκου, Αποκαθήλωση, Ενταφιασμός, Άγιοι Σέργιος, Βάκχος, Λαύρος, Φλώρος, Ιγνάτιος Αντιοχείας, Ιγνάτιος Κωνσταντινούπολης, Πολύκαρπος και Γερμανός) του ναού του Αγίου Νικολάου της Στέγης, οι οποίες χρονολογούνται τον 11o αι. Η μεγάλη όμως ακμή της βυζαντινής ζωγραφικής στην Κ. συμπίπτει με την αυξημένη στρατιωτική και πολιτική σημασία του νησιού επί Κομνηνών. Σπουδαίοι στρατιωτικοί διοικητές (Μανουήλ Βουτουμύτης, Ευμάθιος Φιλοκάλης, Κωνσταντίνος Κατακαλών) συνδέονται με την ίδρυση διαφόρων μονών, ενώ η παρουσία σημαντικών αρχιεπισκόπων (Νικόλαος Μουζάλων, Ιωάννης ο Κρητικός) συνέβαλε στην ανάπτυξη της βυζαντινής ζωγραφικής. Η κλασικίζουσα τεχνοτροπία του τέλους του 11ου αι., συνδυασμένη με κάποια απλούστευση και σχηματοποίηση, χαρακτηρίζει τις τοιχογραφίες τουλάχιστον τεσσάρων ναών, που εκτελέστηκαν από το ίδιο καλλιτεχνικό συνεργείο. Δύο από τους ναούς αυτούς χρονολογούνται με επιγραφές στα πρώτα έτη του 12ου αι.: εκείνες του παρεκκλησίου της Μονής Χρυσοστόμου πριν από το 1105 και εκείνες του ναού της Παναγίας Φορβιώτισσας της Ασίνου το 1105. Οι ίδιες όμως φωτοσκιάσεις, η ίδια αρμονία χρωμάτων, ο ίδιος κλασικίζων χαρακτήρας, συνδυαζόμενος με τη λιτότητα και τη μεγαλοπρέπεια που παρουσιάζονται στις τοιχογραφίες των δύο ναών, χαρακτηρίζουν και τις τοιχογραφίες των ναών της Παναγίας στο Τρίκωμο και της Παναγίας Αψινθιώτισσας. Στο πρώτο μισό του 12ου αι. ανήκουν και οι ωραίες τοιχογραφίες του ερειπωμένου ναού του Χριστού Αφέντρικας κοντά στον Κουτζοβέντη και οι περισσότερο σχηματοποιημένες τοιχογραφίες του ναού της Αγίας Μαύρας Ριζοκαρπάσου. Στα τέλη του 12ου αι. ανήκουν οι γεμάτες δυναμισμό τοιχογραφίες του ναού των Αγίων Αποστόλων Πέρα Χωρίου. Το 1183 διακοσμείται η Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου (κελί και βήμα) από τον ζωγράφο Θεόδωρο Αψευδή και το 1192 ο ναός της Παναγίας του Άρακος. Οι τοιχογραφίες της Εγκλείστρας είναι πιο ελεύθερες, λιγότερο επιτηδευμένες, πηγαία δημιουργήματα· εκείνες του ναού της Παναγίας του Άρακος είναι ωραιότατα δείγματα του μανιερισμού που χαρακτηρίζει τη βυζαντινή τέχνη του τέλους του 12ου αι. Στην τελευταία δεκαετία του 12ου αι. ανήκουν οι τοιχογραφίες του βήματος και του νοτιοδυτικού ημιχωνίου του ναού του Αντιφωνητού. Εκτελεσμένες ίσως από δύο καλλιτέχνες, ξεχωρίζουν για τους ωραίους τους χρωματισμούς αλλά και για τη σχηματοποίηση και την απλούστευση των μεμονωμένων ιδίως μορφών.
Η εποχή της φραγκοκρατίας (1191-1571). Σημαντικές συνέπειες για την περαιτέρω εξέλιξη της βυζαντινής τέχνης στην Κ. είχε η φραγκοκρατία, που εγκαθιδρύθηκε εκεί το 1191. Η διακοπή, αρχικά των πολιτικών και λίγο αργότερα των εκκλησιαστικών δεσμών με το βυζαντινό κράτος, καθώς και η εγκαθίδρυση της Λατινικής Εκκλησίας και η εισαγωγή της γοτθικής τέχνης άσκησαν σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της τέχνης κατά τους τέσσερις επόμενους αιώνες. Στην αρχιτεκτονική χρησιμοποιούνταν οι ίδιοι αρχιτεκτονικοί τύποι· με την επίδραση όμως της γοτθικής αρχιτεκτονικής, η τοιχοδομία έγινε επιμελέστερη και το οξυκόρυφο τόξο γενικός κανόνας. Ο συνδυασμός της βυζαντινής αρχιτεκτονικής με τη γοτθική οδήγησε κατά τον 14o αι. στη δημιουργία ενός φραγκοβυζαντινού ρυθμού, κυριότερα δείγματα του οποίου είναι ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων στην Αμμόχωστο και ο Άγιος Νικόλαος Bedestan στη Λευκωσία. Άλλοι ναοί του ρυθμού αυτού, περισσότερο όμως απλουστευμένοι, είναι οι ναοί Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου και Αγίου Σωζομένου, καθώς και το καθολικό της Μονής του Αγίου Νεοφύτου.
Τον 13o αι. παρουσιάζεται ο τύπος του ξυλόστεγου ναού μικρών διαστάσεων με ισχυρά κεκλιμένη δικλινή στέγη που καλύπτεται με αγκιστρωτά κεραμίδια, ο οποίος προσιδιάζει στην οροσειρά του Τρόοδους. Το αρχαιότερο σχετικό δείγμα είναι ο ναός της Παναγίας του Μουτουλλά, του οποίου οι τοιχογραφίες χρονολογούνται από μια επιγραφή στο 1280. Άλλοι ναοί του τύπου είναι ο Άγιος Μάμας στον Λουβαρά (1465), ο Σταυρός του Αγιασμάτι, ο Αρχάγγελος Πεδουλά (1474), ο Ποδίθου Γαλάτας (1502) και πλήθος άλλοι. Εξαιτίας της αποτελεσματικότητας της ισχυρής επικλινούς στέγης κατά των βροχών και των χιονιών, χρησιμοποιήθηκε αυτή και ως δεύτερη στέγη για την κάλυψη παλαιότερων βυζαντινών ναών, τρουλαίων ή καμαροσκεπών (Άγιος Νικόλαος Στέγης, Άγιος Ηρακλείδιος της Μονής Λαμπαδιστού, Σταυρός Πελενδρίου, Ασίνου κ.ά.).
Μεγάλη διαφοροποίηση, κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, παρατηρείται στη ζωγραφική: η αποκοπή από το Βυζάντιο κατέστησε αδύνατη την παρακολούθηση, τουλάχιστον κατά τον 13o και τον 14o αι., της τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων. Οι παλιές ανατολικές παραδόσεις, που λάνθαναν σε έργα του 11ου και του 12ου αι., εκδηλώνονταν πλέον σαφέστερα, ενώ η επίδραση της τέχνης της Δύσης έγινε εντονότερη με την πάροδο του χρόνου. Η χαρακτηριστική τεχνοτροπία της βυζαντινής τέχνης της Κ. παρουσιάζεται σε δύο κύκλους τοιχογραφιών των αρχών και του τέλους του 13ου αι. Οι πρώτες κοσμούν τη νότια και τη δυτική καμάρα, τον τρούλο και τους πεσσούς του ναού του Αγίου Hρακλειδίου της Μονής Λαμπαδιστού στον Καλοπαναγιώτη. Τεχνοτροπικά οι τοιχογραφίες αυτές συνδέονται με τις παλαιότερες τοιχογραφίες της Μικράς Ασίας. Αντίθετα, οι τοιχογραφίες του ναού της Παναγίας του Μουτουλλά, οι οποίες χρονολογούνται στο 1280, είναι περισσότερο λιτές από εικονογραφική άποψη, συνδεόμενες με πρότυπα του 11ου και του 12ου αι., ενώ τεχνοτροπικά συνδέονται με τη ζωγραφική που αναπτύχθηκε από τους Σταυροφόρους στην Παλαιστίνη και στην Κ. τον 13o αι.· η τεχνοτροπία όμως αυτή δεν φαίνεται να επέζησε του 13ου αι.: οι τοιχογραφίες του 14ου αι. είναι μάλλον επιβίωση της προ της φραγκικής κατάκτησης βυζαντινής ζωγραφικής. Τόσο οι τοιχογραφίες του Αγίου Δημητριανού κοντά στο Δάλι (1317) όσο και εκείνες του νάρθηκα του ναού της Ασίνου (1333) φαίνονται ελάχιστα ή καθόλου επηρεασμένες από τη δυτική τέχνη. Σε άλλες όμως τοιχογραφίες η επίδραση αυτή είναι εντονότερη, ιδίως στα αρχιτεκτονικά του βάθους (Σταυρός του Αγιασμάτι) ή και στην εικονογραφία σκηνών του Πάθους (Σταύρωσης, Ανάστασης), όπως συμβαίνει στους ναούς της Παναγίας Κούρδαλι και της Μεταμόρφωσης Παλαιχωρίου. Τον 15o αι. η επίδραση της Αναγέννησης είναι αισθητή στις τοιχογραφίες του παρεκκλησίου της Παναγίας της Μονής Λαμπαδιστού, της Παναγίας Ποδίθου (1502), στη Γαλάτα κ.α. Τον ίδιο αιώνα όμως διαφάνηκε και η επίδραση της τέχνης της εποχής των Παλαιολόγων στην Κ., η οποία οφείλεται στην παρουσία της Ελένης Παλαιολογίνας (1442-58), συζύγου του βασιλιά Ιωάννη Β’, και στην άφιξη πολλών προσφύγων από τη Βασιλεύουσα μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Δείγματά της έχουμε στις τοιχογραφίες του ναού του Σταυρού κοντά στην Ανώγυρα, του πολιτικού της Μονής του Αγίου Νεοφύτου κ.α.
Παράλληλα, και ιδίως από τις αρχές του 16ου αι., αναπτύχθηκε στην Κ. μια λαϊκού χαρακτήρα ζωγραφική, κυριότερος εκπρόσωπος της οποίας είναι ο Συμεών Αυξέντης, ο οποίος ζωγράφισε τους ναούς της Θεοτόκου (1514), του Αγίου Σωζομένου (1513) και της Αγίας Παρασκευής (1514) στη Γαλάτα. Ο αριθμός των ιστορημένων ναών του 16ου αι. είναι μεγάλος. Η ποιότητα της ζωγραφικής αυτής ποικίλλει, από τη λαϊκή έως την εξεζητημένη μίμηση της δυτικής ή την ανάμειξη της δυτικής και της βυζαντινής τέχνης. Από το 1571 όμως, με την κατάληψη της Κ. από τους Τούρκους, εκλείπει κάθε καλλιτεχνική εκδήλωση και μαζί της και η βυζαντινή τέχνη της Κ.
Η λαϊκή τέχνη. Από τη μεσαιωνική περίοδο η Κ. ήταν ονομαστή για την κατασκευή πολύτιμων υφασμάτων και κεντημάτων με χρυσή κλωστή, που ήταν περιζήτητα στις αγορές της Ανατολής αλλά και στις βασιλικές Αυλές και στα ιερατικά κέντρα της Δύσης. Το τέλος της φραγκοκρατίας προκάλεσε την παρακμή και την εξαφάνιση της τέχνης της υφαντουργίας των πολύτιμων υφασμάτων, αλλά η υφαντική των απλούστερων μεταξωτών υφασμάτων ως γυναικεία ασχολία και η χρυσοκεντητική με την οποία ασχολούνταν οι άντρες διατηρήθηκαν και αργότερα στη Λευκωσία, ως εκφυλισμένα δείγματα της παλαιάς μεγάλης τέχνης. Η λαϊκή χειροτεχνία, όμως, παρέμεινε τελείως ανεξάρτητη από τη μεγάλη πρόοδο της υφαντικής και της κεντητικής του Μεσαίωνα και περιορίστηκε να συνεχίσει την τέχνη της παράδοσης με τη μορφή της οικοτεχνίας και της βιοτεχνίας. Οι γυναίκες στα σπίτια τους, στα χωριά της Κ. αλλά και στις πόλεις, και οι άντρες στα καταστήματά τους, κατασκεύαζαν διάφορα είδη, που προορίζονταν για το νοικοκυριό του σπιτιού ή για να πουληθούν στην αγορά για την εγχώρια κατανάλωση. Η υφαντική, το κέντημα και η ραπτική ήταν γυναικείες ασχολίες, ενώ οι άντρες ασχολούνταν με την ξυλογλυπτική, τη χαλκουργία, την αργυροχοΐα, την κατεργασία δερμάτων και άλλα επαγγέλματα. Αυτοί είναι οι σπουδαιότεροι κλάδοι της κυπριακής λαϊκής τέχνης, της οποίας αντιπροσωπευτικά δείγματα διατηρούνται έως σήμερα και χρονολογούνται από τον 19o αι. και τις αρχές του 20ού αι.
Η κυπριακή λαϊκή τέχνη είναι συνδεδεμένη με την καλλιτεχνική παράδοση του τόπου, το γεωγραφικό περιβάλλον και τον τρόπο ζωής των κατοίκων του νησιού. Όμως, σε ορισμένα σημεία γίνεται εμφανής και η ξένη επίδραση στα λαϊκά χειροτεχνήματα, την οποία δέχεται ο λαϊκός τεχνίτης, αλλά προσαρμόζει στη δική του καλλιτεχνική διάθεση, προσδίδοντάς της τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της κυπριακής λαϊκής τέχνης.
Με την υφαντική βαμβακερών ή μεταξωτών υφασμάτων εξακολουθούν να ασχολούνται και σήμερα οι γυναίκες στα χωριά και πριν από λίγα χρόνια ασχολούνταν και στις πόλεις, ειδικά στη Λευκωσία, που ήταν μεγάλο κέντρο υφαντικής κατά τον 19o αι. Ορισμένα χωριά της Κ. εξακολουθούν να είναι γνωστά κέντρα υφαντικής, όπως η Γιαλούσα στην περιοχή της Καρπασίας και το Λευκόνοικο στη Μεσαορία για τα βαμβακερά υφάσματα, ο Καραβάς και η Λάπηθος στην επαρχία Κυρήνειας για τα μεταξωτά υφάσματα.
Το κέντημα είναι από τους πλουσιότερους κλάδους της κυπριακής λαϊκής τέχνης. Σε όλα τα μέρη της Κ. οι γυναίκες στόλιζαν με κεντήματα τις ενδυμασίες και τα υπόλοιπα είδη του νοικοκυριού τους. Ύφαιναν πολύχρωμα κεντήματα στον αργαλειό και άσπρα ή χρωματιστά στο χέρι με το βελόνι. Τα κεντήματα του αργαλειού έχουν παράδοση στην Πάφο (παφίτικα) και στο Καρπάσι (καρπασίτικα).
Στην Πάφο εξακολουθούν να διακοσμούν υφάσματα του νοικοκυριού με σταυροβελονιές σε μεγάλη ποικιλία σχεδίων και χρωμάτων. Τα λευκαρίτικα είναι τα πιο γνωστά είδη των κυπριακών κεντημάτων. Τα κεντήματα αυτά δεν φτιάχνονται σήμερα για να φυλαχτούν και να χρησιμοποιηθούν για το στόλισμα των σπιτιών στη γιορτή του γάμου ή σε άλλες οικογενειακές γιορτές, όπως τα άλλα κεντητά υφάσματα, αλλά για να πουληθούν στις αγορές της Κ. και του εξωτερικού. Τα κεντήματα αυτά διαφέρουν από τα παλαιότερα παραδοσιακά άσπρα κεντήματα και στην τεχνική και στα σχέδια. Είναι φανερό ότι δημιουργήθηκαν υπό την επίδραση των ενετικών κεντημάτων του 16ou αι., που έφεραν στην Κ. οι Ενετοί μαζί με τα άλλα είδη της ιταλικής χειροτεχνίας, τα αγγεία και τα γυάλινα αντικείμενα.
Στα τέσσερα σπουδαιότερα κέντρα παραδοσιακής αγγειοπλαστικής της Κ., στην Αμμόχωστο, στη Λάπηθο, στον Κόρνο και στο Φοινί, τα αγγεία που κατασκευάζονταν ήταν αγγεία για νερό σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, πιθάρια για αποθήκευση γεωργικών προϊόντων ή μικρότερα πήλινα αντικείμενα. Βέβαια, ο Κύπριος αγγειοπλάστης προσπάθησε πολλές φορές να διακοσμήσει τα αγγεία και να δημιουργήσει τέχνη με τον πηλό. Στην Αμμόχωστο υπάρχουν δείγματα αγγειοπλαστικής, 50-100 ετών, που έχουν γυναικεία μορφή και άλλα που διακοσμούνται με φίδια και διάφορες μορφές ζώων. Στο Φοινί και στον Κόρνο εξακολουθούν να κατασκευάζουν αγγεία με πουλιά, λουλούδια και διάφορες μορφές. Αυτά τα πλουμιστά αγγεία χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τη διακόσμηση της αγροτικής κατοικίας μαζί με τα άλλα είδη της λαϊκής χειροτεχνίας, τις πλουμιστές κολοκύθες και τα χρωματιστά πανέρια.
Η ξυλογλυπτική και η αργυροχοΐα άκμασαν τον 18o και τον 19o αι., αλλά σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί. Πολλά αντικείμενα αντιπροσωπευτικά αυτών των δύο ειδών λαϊκής τέχνης υπάρχουν στα μοναστήρια, στις εκκλησίες, στα μουσεία λαϊκής τέχνης ή στις ιδιωτικές συλλογές του νησιού. Τα ξύλινα λαϊκά έπιπλα που εξακολουθούν να υπάρχουν στα σπίτια των χωριών με ουσιαστική χρήση είναι τα σεντούκια, που ήταν απαραίτητα έπιπλα για την αποθήκευση των ρούχων. Επίσης, στους τοίχους διατηρούνται ράφια, οι λεγόμενες σουβάντζες, και μικρά ντουλάπια για τη διακόσμηση του σπιτιού και για οικιακή χρήση. Τα πιο ωραία και τα πιο άρτια ξυλόγλυπτα προέρχονται από τα χωριά της βόρειας περιοχής της Κ.: την Ακανθού, τον Άγιο Επίκτητο, τον Καραβά και τη Λάπηθο.
Το αισθητικό επίπεδο της κυπριακής λαϊκής τέχνης είναι αρκετά υψηλό και μπορεί να συγκριθεί με τη λαϊκή χειροτεχνία άλλων μεσογειακών λαών και ειδικά με την ελληνική λαϊκή τέχνη.Η ανυπαρξία της τεχνικής υποδομής –εκτός από εκείνη της τηλεόρασης– δυσχεραίνει την παραγωγή εγχώριου κινηματογράφου. Οι πρώτες προσπάθειες περιορίστηκαν σε ντοκιμαντέρ μικρού και μεγάλου μήκους. Από τις πρώτες κυπριακές παραγωγές ήταν η ταινία Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν… (1963), του Νίνου Μικελίδη, βραβευμένη στα φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και της Θεσσαλονίκης, ερμηνεία δύο ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη.
Δύο Κύπριοι σκηνοθέτες, ο Ανδρέας Πάντζης και ο Χρήστος Σιοπαχάς, ξεχωρίζουν με τις ταινίες τους. O Ανδρέας Πάντζης, που σπούδασε στο Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου της Μόσχας, ξεκίνησε με την ταινία Οι πυροβολισμοί που έπεσαν την αυγή δεν είναι οι τελευταίοι (1973), η οποία κέρδισε το ειδικό βραβείο της επιτροπής στο Φεστιβάλ των Σπουδαστών της Μόσχας. Την περίοδο 1981-82 γύρισε για την κυπριακή τηλεόραση το μεσαίου μήκους ντοκιμαντέρ Τριμίθι, ενώ το 1985 δημιούργησε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, O βιασμός της Αφροδίτης, μια ποιητικά δοσμένη εικόνα της Κ. μετά το πραξικόπημα και την εισβολή των Τούρκων. Το 1995 ο Πάντζης ολοκλήρωσε την ταινία του Η σφαγή του κόκορα.
O Χρήστος Σιοπαχάς επίσης σπούδασε κινηματογράφο στη Μόσχα, όπου γύρισε διάφορες μικρού και μεσαίου μήκους ταινίες, ανάμεσα στις οποίες την ταινία μικρού μήκους Πολίτες (1976) και τη μεσαίου μήκους Κόκκινο σε άσπρο (βραβείο σκηνοθεσίας στο 12o Φεστιβάλ Σπουδαστών της Μόσχας, 1978). Για την κυπριακή τηλεόραση δημιούργησε το μεσαίου μήκους ντοκιμαντέρ Η Χαρίτα Μάντολες στέκεται δίπλα μου (1980), για την κατάσταση στο νησί μετά την τουρκική εισβολή. Το 1983 ολοκλήρωσε στην Ελλάδα την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, Η κάθοδος των εννιά, βασισμένη στη νουβέλα του Θανάση Βαλτινού σχετικά με μια ομάδα ανταρτών που προσπαθούν να διαφύγουν προς το τέλος του εμφυλίου πολέμου, η οποία απέσπασε το χρυσό βραβείο στο 14ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Μόσχας (1985), και το ίδιο έτος τιμήθηκε με το βραβείο του Φεστιβάλ της Εξ-αν-Προβάνς. Το 1995 ο ίδιος σκηνοθέτησε Το φτερό της μύγας.
Αρκετοί άλλοι Κύπριοι ασχολήθηκαν με τον κινηματογράφο, με κορυφαίο ασφαλώς τον Μιχάλη Κακογιάννη (βλ. λ.), αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις έζησαν και εργάστηκαν εκτός Κ. (κυρίως στην Ελλάδα ή στη Μεγάλη Βρετανία) και δεν μπορούν να περιληφθούν στην εγχώρια κυπριακή κινηματογραφία.Η λαϊκή κυπριακή μουσική δεν αποτελεί ένα πρωτότυπο και ομοιογενές σύνολο, αλλά περιλαμβάνει ξεχωριστά, αντίστοιχα, ελληνικές και τουρκικές μουσικές φόρμες, των οποίων τη διατήρηση και μετάδοση έχουν αναλάβει οι δύο κοινότητες. Η λαϊκή μουσική της ελληνοκυπριακής κοινότητας μοιάζει με την παραδοσιακή ελληνική μουσική, με λίγες ιδιορρυθμίες, που είναι πιο σαφείς στους στίχους –εξαιτίας της διαλέκτου– παρά στις μελωδίες. Το ίδιο μπορεί να υποστηριχθεί και για την τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία όμως εμφανίζεται λιγότερο συμπαγής και, κυρίως, δεν έχει την καλλιτεχνική συνείδηση της ελληνοκυπριακής κοινότητας στα θέματα πνευματικής κληρονομιάς. Είναι δηλαδή πιο εύκολο να ανακαλύψει κανείς ελληνικές επιρροές στη μουσική της τουρκικής κοινότητας, παρά το αντίστροφο. Στους χορούς, αντίθετα, διακρίνεται κάποια ανατολίτικη επιρροή, ενώ στα βήματα και στις κινήσεις διαφαίνονται τουρκικές επιρροές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο καρσιλαμάς, ένας από τους πιο διαδεδομένους χορούς στην Κ., στον οποίο η ελληνική παράδοση έχει διατηρηθεί περισσότερο καθαρή και έντονη στους στίχους, δηλαδή στο επικό άσμα, που έχει στην Κ. την ίδια άνθηση όπως και σε άλλες ελληνικές περιοχές.Μυθολογικές παραδόσεις. Παλαιότατες μυθικές διηγήσεις, σχετιζόμενες κυρίως με τη λατρεία της Αφροδίτης, συνδέονται στενότατα με την Κ. Στις ακτές της, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, απέθεσαν οι πνοές του Ζέφυρου γυμνή τη θεά της ομορφιάς, του έρωτα και της γονιμότητας, όταν αναδύθηκε από τα βάθη της θάλασσας, κι εκεί την υποδέχτηκαν οι Ώρες, οι οποίες, αφού τη στόλισαν, την οδήγησαν στους άλλους αθάνατους θεούς. Αυτή η παράδοση δείχνει πως από τα αρχαιότατα χρόνια είχε εισαχθεί η λατρεία της Αφροδίτης στην Κ.· κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτό έγινε την 3η χιλιετία π.Χ., βέβαιο όμως είναι ότι στην ομηρική εποχή η Πάφος ήταν το μεγάλο κέντρο της λατρείας της, αφού εκεί «ένθα οι τέμενος βωμός τε θυήεις» (Οδύσσεια θ,362) κατέφυγε η θεά, έπειτα από την ερωτική της συνάντηση με τον Άρη, και εκεί οι Χάριτες την έλουσαν, την άλειψαν με αθάνατο λάδι και την έντυσαν. Ιδρυτής της λατρείας της Αφροδίτης στην Κ. θεωρείτο από τους αρχαίους ο Κινύρας, για τον οποίο υπήρχαν στην Κ. πάρα πολλές παραδόσεις. Διηγούνταν ότι ο Ερμής απέκτησε από την Έρση, τη θυγατέρα του Κέκροπα, τον γενάρχη των Κυπρίων, τον Κέφαλο, τον οποίο ερωτεύτηκε η Ηώ και γέννησε από αυτόν το Φαέθοντα, που τον άρπαξε η Αφροδίτη και τον έκανε «ξαθέοις ενί νηοίς νηοπόλον νύχιον» (= στους θείους ναούς της τής νύχτας φύλακα, Ησιόδου Θεογονία, 990). Του Φαέθοντα δισέγγονος ήταν ο Κινύρας, ο οποίος όμως, σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ήταν γιος του Απόλλωνα και της Πάφου ή του Ευρυμέδοντα και της νύμφης Παφίας ή του Απόλλωνα και της Φαρνάκης. Παιδιά του Κινύρα ήταν ο Κουριεύς, ο θεωρούμενος ιδρυτής του Κουρίου, και ο Αμάρακος, που ήταν αφιερωμένος στο τέμενος της Αφροδίτης και ήταν επιμελητής των αρωμάτων. Ο Κινύρας ήταν αρχιερέας της Αφροδίτης αλλά και βασιλιάς, ο οποίος φιλοξένησε τον Αγαμέμνονα και του δώρισε έναν πολύτιμο θώρακα, τον οποίο φορούσε στην Τροία στη μάχη κατά την οποία «ηρίστευσε» (Ιλιάδα, Λ,20 κ.ε.). Στην Πάφο η Αφροδίτη λατρευόταν ως Ολυμπία ή Ουρανία ή Διωναία, ενώ στην Αμαθούντα ως Αφροδίτη-Αριάδνη. Σχετικά διηγούνται ότι ο Θησέας, μετά την αναχώρησή του από την Κρήτη, απ’ όπου πήρε μαζί του και την Αριάδνη, παρασυρμένος από ενάντιους ανέμους, αναγκάστηκε να προσορμιστεί και να αποβιβαστεί μαζί με την Αριάδνη, που ήταν έγκυος, στην Αμαθούντα. Σε λίγο όμως ο Θησέας αναχώρησε μόνος, εγκαταλείποντας την Αριάδνη, που της παραστάθηκαν και την περιποιήθηκαν οι γυναίκες της πόλης στον τοκετό της, που της έφερε τον θάνατο. Μετανιωμένος ο Θησέας επέστρεψε και αναζήτησε την Αριάδνη. Δεν τη βρήκε και έφυγε, αφού άφησε χρήματα στις γυναίκες της Αμαθούντος για να γιορτάζουν κάθε χρόνο τη μνήμη της. Από τότε κάθε χρόνο γινόταν η γιορτή της Αριάδνης-Αφροδίτης, κατά την οποία ένας νέος θρηνούσε ενώ απομιμείτο τις κινήσεις και τις φωνές γυναίκας που γεννάει. Ο ναός της Αφροδίτης στην Αμαθούντα ήταν ναός και του Άδωνη. Ποιητή των θρήνων για τον θάνατό του θωρούσαν τον Κινύρα, ο οποίος είχε λάβει το χάρισμα της μουσικής και των τραγουδιών από τον Απόλλωνα. Σε όλη την Κ. υπήρχαν βωμοί και τεμένη της Αφροδίτης, που ήταν η κυρίως λατρευόμενη θεότητα και γι’ αυτό λεγόταν και Κύπρις και Κυπρογένεια και Άνασσα και Βασίλεια της Κύπρου. Αλλά εκτός από την Αφροδίτη και άλλοι θεοί, όπως ο Δίας, η Ήρα, ο Απόλλων, ο Διόνυσος, η Δήμητρα, η Άρτεμη, ο Έρωτας, ο Ηρακλής, γιορτάζονταν με μεγαλοπρέπεια στην Κ. και την ύπαρξη των ναών τους βεβαιώνουν τα σημερινά τοπωνύμια: στον Απέλλωνα, η μούτη του Δκιά (= Διός), Δκιόνυσος, τ’ Αράκλη (= του Ηρακλή). Μυθικές κυπριακές παραδόσεις σχετίζονται και με τους ιδρυτές διαφόρων πόλεων. Διηγούνταν ότι η Σαλαμίνα χτίστηκε από τον Τεύκρο, τον γιο του Τελαμώνα, ο οποίος έπειτα από πολλές περιπλανήσεις, μετά την αναχώρησή του από την Τροία, προσορμίστηκε στις εκβολές του Πεδιαίου ποταμού. Αφού ίδρυσε τη Σαλαμίνα, της οποίας ήταν ο πρώτος βασιλιάς, παντρεύτηκε την κόρη του Κινύρα και από αυτόν θεωρούσαν ότι κατάγονταν όλοι οι βασιλιάδες της Σαλαμίνας, οι Τευκρίδες. Διηγούνταν ακόμα ότι ο Δημοφών, γιος του Θησέα, έχτισε την Αιπεία, ο Ακάμας, γιος του Θησέα, και ο Φάληρος, απόγονος του Ερεχθέα, τους Σόλους, ο Αγαπήνωρ, βασιλιάς των Αρκάδων, τη Νέα Πάφο, όπου αυτός, κατά κάποια παράδοση, ίδρυσε τον ναό της Αφροδίτης.
Οι αρχαίες κυπριακές παραδόσεις δεν έχουν σβήσει εντελώς με το πέρασμα των χρόνων. Οι θρύλοι που σχετίζονται με μια μικρή σπηλιά με αέναα νερά στην περιοχή της Πάφου (Λουτρά της Αφροδίτης) και με κάποια βράχια μέσα στη θάλασσα, πολύ κοντά στην ακρογιαλιά, στην περιοχή της Πάφου (Πέτρα του Ρωμιού), όπου κατά την παράδοση γεννήθηκε η Αφροδίτη, μαρτυρούν πως ο κυπριακός λαός διατηρεί ακόμα στη μνήμη του τους μύθους που δημιούργησε ο θαυμασμός προς την ομορφιά των αρχαίων προγόνων του.
Ο συγχρωτισμός των διαφορετικών πολιτισμών. Από την αρχαιότητα η Κ. ήταν ένας τόπος συνάντησης διαφόρων λαών και πολιτισμών και σε όλη τη διαδρομή της ιστορίας το νησί διατήρησε αυτό τον χαρακτήρα, συγχωνεύοντας όμως κάθε εξωτερική συμβολή σε μια ενιαία μεσογειακή κουλτούρα.
Αιώνες ιστορίας μέσα στα κλειστά σύνορα του νησιού, όπου οι επαφές είναι αναπόφευκτες, έχουν διαπλάσει τελικά τους ανθρώπους, που είναι σήμερα, ταυτόχρονα, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, μεσογειακοί και Ασιάτες. Η Κ. φαίνεται ως μια επιβίωση του παμπάλαιου συγχρωτισμού ανάμεσα σε Έλληνες και Τούρκους, θέατρο μιας σύγκρουσης που έχει τις ρίζες της στη στενή προσκόλληση, στις εθνικές, στις θρησκευτικές και στις γλωσσικές καταβολές που διατηρήθηκαν ζωντανές ξεπερνώντας εκείνα τα επιβεβλημένα όρια από μια τόσο μακρά και στενή συνεργασία στον περιορισμένο χώρο του νησιού.
Οι δύο παρουσίες, ελληνική και τουρκική, στις οποίες παρεμβλήθηκε και η ιταλική (ενετική), ριζωμένες από την απώτατη αρχαιότητα στο νησί, κάνουν αισθητή την παρουσία τους ακόμα και στο τοπίο του νησιού, καθώς και στις πολίχνες του. Αν από τους κεντρικούς δρόμους των κυπριακών πόλεων χάνονται τα παλιά κτίρια με τις ανομοιογενείς τεχνοτροπίες και αντικαθίστανται από μοντέρνες, χωρίς εθνικότητα οικοδομές, υπάρχουν ολόκληρες συνοικίες ή και χωριά όπου το τζαμί βρίσκεται ακριβώς δίπλα στην ορθόδοξη εκκλησία και παραπλεύρως το καθολικό παρεκκλήσι. Τρεις είναι οι επίσημες θρησκείες: η ορθόδοξη χριστιανική της πλειονότητας, η μουσουλμανική και η ρωμαιοκαθολική χριστιανική.
Στη Λευκωσία, στην Αμμόχωστο και σε άλλες πόλεις, οι παλιοί γοτθικοί καθεδρικοί ναοί, που είναι έργο των Σταυροφόρων, έχουν μετατραπεί σε τζαμιά.
Το 1660, υπό πλήρη τουρκική κυριαρχία, ακόμα και η Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να αναγνωρίσει στους τρεις προεξάρχοντες του νησιού την ιδιότητα του ραγιά βεκήλη (= εκπρόσωπος των ραγιάδων), θέτοντας με αυτό τον τρόπο τις βάσεις της εθναρχίας. Ο επικεφαλής της Εκκλησίας, ο αρχιεπίσκοπος της Κ., είχε από τότε ηγεμονική ισχύ, ακόμα και αν προερχόταν, όπως σχεδόν όλος ο κλήρος, από την πιο ταπεινή τάξη του πληθυσμού, και είχε το προνόμιο στις επίσημες τελετές να αντικαθιστά την ποιμαντορική ράβδο με το σκήπτρο που έφερε τη σφαίρα και τον σταυρό.
Εκτός από τον αρχιεπίσκοπο, υπάρχει και ένας μουσουλμάνος μουφτής, θρησκευτικός αρχηγός των Τουρκοκυπρίων (Τούρκοι όμως καλούνται και όλοι οι εξισλαμισθέντες άσχετα με τη φυλή στην οποία ανήκουν). Αυτοί μιλούν τη γλώσσα τους και ακολουθούν φυσικά το τυπικό της θρησκείας τους. Έχουν το ραμαζάνι τους, τις προσευχές τους και τους ναούς τους. Ο πιο φημισμένος είναι ο τεκές (di Umm Haran), που βρίσκεται στη μοναχική ακτή της αλμυρής λίμνης της Λάρνακας.
Η διαφορά θρησκείας σχεδόν αποκλείει τη σύναψη μεικτών γάμων, μερικά όμως έθιμα, των οποίων οι ρίζες βρίσκονται σε μυθικές δοξασίες, κατέληξαν να είναι κοινά. Η πιο φημισμένη από τις φολκλορικές εκδηλώσεις ήταν αυτή που γινόταν την άνοιξη στην Αμμόχωστο, γνωστή ως φεστιβάλ των λουλουδιών. Κατά τη διάρκειά της τα σπίτια και τα καταστήματα διακοσμούνταν με λουλούδια και κατά μήκος των δρόμων κινούνταν ανθοστόλιστα κάρα, στα οποία επέβαιναν κορίτσια ντυμένα με αρχαϊκό στιλ και χόρευαν παραδοσιακούς χορούς της Κ. που αριθμούν δύο χιλιάδες χρόνια ζωής.
Ανάμεσα στα πιο διαδεδομένα ενδύματα είναι τα κοστούμια της χερσονήσου της Καρπασίας: μεταξωτά πουκάμισα με στολίδια από πούλιες, που καλύπτονται από ανοιχτά μπροστά κοντά γιλέκα, πολύχρωμες φούστες και στο κεφάλι πάνω από τις χονδρές πλεξούδες οι μαντίλες, συνήθως σκουροπράσινου χρώματος, στολισμένες με μικρά λουλούδια από δαντέλα στις άκρες.
Συνεδρίαση της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας (φωτ. ΑΠΕ).
Επίσημη ονομασία:
Κυπριακή Δημοκρατία
Έκταση: 9.251 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 689.565 (απογραφή 2001 στις ελεύθερες περιοχές)
Πρωτεύουσα: Λευκωσία (205.633 κάτ. το 2001)
Φωτογραφία της Κύπρου, από δορυφόρο της ΝΑΣΑ, τον Μάιο του 1996 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Η γεωμορφολογία του εδάφους της Κύπρου παρουσιάζει μεταξύ άλλων ευθύγραμμες ομοιόμορφες ακτές, όπως αυτή της Αγίας Νάπας.
Το κυπριακό αγρινό είναι προστατευόμενο είδος της τοπικής πανίδας (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Μία από τις ακρογιαλιές της Κύπρου στην περιοχή της Πάφου.
Η Χαλεύκα και η κορυφή Γιαλάς στο Πενταδάκτυλο, στην κατεχόμενη Κύπρο.
Το υδρογραφικό δίκτυο της Κύπρου αποτελείται κυρίως από χειμμάρους (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Κύπριος χωρικός με την παραδοσιακή βράκα.
Δρομάκι στην παλαιά πόλη της Λευκωσίας (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Τα διυλιστήρια της Λάρνακας (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Αεροφωτογραφία της Λεμεσού (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Στις στενές κοιλάδες των βουνών του Τροόδους καλλιεργούνται οπωροφόρα δέντρα (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Η καλλιέργεια πατάτας είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη στην Κύπρο (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Τα επιτραπέζια σταφύλια είναι ένα από τα κυριότερα γεωργικά εξαγωγικά προϊόντα της Κύπρου (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Το κτίριο της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Άποψη του πετρελαϊκού, ηλεκτροπαραγωγού σταθμού στο Βασιλικό, ανατολικά της Λεμεσού (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Τα λιμάνια της Κύπρου αποτελούν σταυροδρόμι των διεθνών ναυτιλιακών οδών (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Χαρτονόμισμα της 1 κυπριακής λίρας, που εκδόθηκε το 2001.
Η Μονή Κύκκου, αφιερωμένη στην Παναγία, είναι το γνωστότερο και πλουσιότερο μοναστήρι της Κύπρου. Ιδρύθηκε το 1100, στην εποχή του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού, και διατηρεί μία από τις σπανιότερες και πολυτιμότερες συλλογές εικόνων (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Η εκκλησία του Αγίου Λαζάρου στη Λάρνακα, που χρονολογείται το 900 (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Το μοναστήρι του Αγίου Νεοφύτου στο Μελισσόβουνο, στα περίχωρα της Πάφου, που χρονολογείται τον 12ο αι.
Το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα (11ος αι.), στο όρος Πενταδάκτυλος, που στις μέρες μας βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή· στην είσοδό του έχει τοποθετηθεί ένα τεράστιο άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ (φωτ. Εθνικής Πινακοθήκης· αρχείο Μ. Φρουσάκη).
Το κάστρο της Κυρήνειας (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Για την ενημέρωση των Ευρωπαίων που παρακολουθούσαν την ενετοτουρκική αναμέτρηση (πολιορκία της Αμμοχώστου, 1570-71), ο Βενετός χαρτογράφος Τζοβάνι Φραντσέσκο Καμότσιο είχε κυκλοφορήσει τον χαρακτηριστικό αυτό χάρτη με αριθμητικά στοιχεία για την περίμετρο του νησιού, τις αποστάσεις από τις ασιατικές ακτές και την Κρήτη, τις δύο μεγάλες πόλεις Λευκωσία και Αμμόχωστο και τα κυριότερα προϊόντα (Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, Βενετία).
Οι βασιλιάδες του κυπριακού ρηγάτου μετέφεραν από τη μεσαιωνική Δύση στην ανατολική Μεσόγειο όλα τα χαρακτηριστικά του φεουδαρχικού βίου των Φράγκων. Ο ρήγας της Κύπρου Ιάνος έχει στην εικόνα αυτή την τυπική εμφάνιση Ευρωπαίου βασιλιά της εποχής του.
Η Αγία Νάπα, λατινικό μοναστήρι αρχικά, πέρασε στους ορθοδόξους όταν κατέλαβαν την Κύπρο οι Τούρκοι (1571).
Ναυμαχία ανάμεσα σε βενετσιάνικα και τουρκικά καράβια στα ανοιχτά της Αμμοχώστου, στη διάρκεια της πολιορκίας της Κύπρου (1571), που έκλεισε με την ήττα των Τούρκων· πίνακας ανώνυμου Βενετσιάνου του 16ου αι. (Ναυτικό Μουσείο, Άγκυρα).
Ο εθνομάρτυρας Κυπριανός, αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1810-21), που εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς, μετά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο αντιπρόεδρος δρ. Κουτσιούκ υπογράφουν τα έγγραφα της ανεξαρτησίας της Κύπρου στο Λονδίνο (11 Φεβρουαρίου 1959) (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Πανηγυρικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της Κύπρου από τη βρετανική αποικιακή κυβέρνηση (1960) (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Στις 15 Ιουλίου 1974 Τούρκοι αλεξιπτωτιστές πέφτουν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Ερείπια από τους βομβαρδισμούς των τουρκικών αεροπλάνων, κατά την εισβολή του 1974.
Τραγικές στιγμές από τα θύματα της τουρκικής εισβολής του 1974.
Στιγμιότυπο από τις συνομιλίες του προέδρου της Κύπρου Γλαύκου Κληρίδη με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, που έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 1997 στο Τράουτμπεκ της Νέας Υόρκης, με τη διαμεσολάβηση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Ο Σπύρος Κυπριανού διετέλεσε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1977 έως το 1988 (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Ο Γιώργος Βασιλείου διετέλεσε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1988 έως το 1993 (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Ο Γλαύκος Κληρίδης εξελέγη για πρώτη φορά πρόεδρος της Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 1993. Το 1998 επανεξελέγη και ολοκλήρωσε την πενταετή θητεία του το 2003 (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Φωτογραφία που καταγράφει τη δολοφονία του Ελληνοκύπριου Τάσου Ισαάκ στις 11 Αυγούστου του 1996 από τις κατοχικές δυνάμεις και μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης «Γκρίζοι Λύκοι» (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Η «Πράσινη Γραμμή» στη Λευκωσία (φωτ. ΑΠΕ).
Στιγμιότυπο από την υπογραφή της συνθήκης προσχώρησης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της άτυπης συνόδου κορυφής της ΕΕ, στις 16 Απριλίου του 2003, στην Αθήνα· στη φωτογραφία, ο Κύπριος πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος και ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου καθώς υπογράφουν τα έγγραφα (φωτ. ΑΠΕ).
Στις 23 Απριλίου του 2003 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι διέσχισαν την «Πράσινη Γραμμή»· για πρώτη φορά από την εισβολή του 1974, η τουρκοκυπριακή πλευρά άνοιξε τα σύνορα και επέτρεψε στους Ελληνοκυπρίους να επισκεφθούν τα κατεχόμενα εδάφη, ενώ συγχρόνως επέτρεψε και στους Τουρκοκυπρίους να περάσουν στην ελεύθερη Κύπρο (φωτ. ΑΠΕ).
Πήλινο ερυθροστιλβωτό σύμπλεγμα της πρώιμης εποχής του χαλκού που παριστάνει σκηνή από όργωμα (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Περιδέραιο από κοχύλια και κορνελίνη της 6ης χιλιετίας π.Χ. από τη Χοιροκοιτία.
Υδρία της πρώιμης εποχής του χαλκού (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Μυκηναϊκός αμφορέας της Κύπρου (14ος-13ος αι. π.Χ.) (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Ειδώλιο της ύστερης εποχής του χαλκού (1550-1050 π.Χ.) από το Μαρώνι Λάρνακας (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Ζωόμορφο ρυτό και ζωόμορφος ασκός της μέσης εποχής του χαλκού (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Βασιλικό χρυσό σκήπτρο από το Κούριο, που χρονολογείται στα τέλη των μυκηναϊκών χρόνων (11ος αι. π.Χ.) (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Ευρήματα από την επαρχία της Κυρήνειας· στη φωτογραφία, πρόχους της μέσης εποχής του χαλκού από τη Λάπηθο.
Οινοχόη του 7ου αι. π.Χ., του λεγόμενου ρυθμού «ελεύθερου εδάφους». Ο ταύρος που εικονίζεται να μυρίζει άνθη λωτού αποτελεί συνηθισμένο διακοσμητικό θέμα του ρυθμού αυτής της εποχής.
Αρχαϊκή πρόχους (Κυπριακό Aρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Αγαλμάτιο άντρα (ύψος 0,48 μ.) του 6ου αι. π.Χ., από το Λευκόνοικο της Αμμοχώστου (Κυπριακό Aρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Πήλινο γυναικείο αγαλμάτιο (ύψος 0,33 μ.) του 7ου αι. π.Χ. (Κυπριακό Aρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Χρυσά ενώτια (σκουλαρίκια) του 5ου αι. π.Χ. (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Γυναικεία κεφαλή, κλασικού ρυθμού, από το Άρσος Λάρνακας (Κυπριακό Aρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Πήλινη γυναικεία κεφαλή από την Αγία Μαρίνα Σκυλλούρας στην Αμμόχωστο (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Κεφαλή στεφανηφόρου από ασβεστόλιθο, από το Λευκόνοικο Αμμοχώστου (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Κεφαλή πωγωνοφόρου από ασβεστόλιθο, από την Πέργαμο Λάρνακας (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Γυναικείο κεφάλι των αρχών του 3ου αι. π.Χ. από ασβεστόλιθο, που προέρχεται από το Άρσος Λάρνακας (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Ασημένια νομίσματα του 4ου αι. π.Χ. (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Ψηφιδωτό της ελληνιστικής εποχής, που ανακαλύφθηκε στην Πάφο.
Ρωμαϊκό θέατρο στα περίχωρα της Λεμεσού.
Ασημένιος δίσκος της πρωτοβυζαντινής περιόδου· στην ανάγλυφη παράσταση της εσωτερικής επιφάνειας εικονίζεται ο Δαβίδ να σκοτώνει μία αρκούδα (Κυπριακό Aρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Η Παναγία Αγγελόκτιστη στο Κίτι, δυτικά της Λάρνακας.
Τμήμα του ψηφιδωτού στην αψίδα της Παναγίας Αγγελόκτιστης στο Κίτι, που χρονολογείται στις αρχές του 7ου αι.
«Η Κοίμηση της Θεοτόκου» (1105), από τις αξιολογότερες χριστιανικές τοιχογραφίες της Κύπρου (Εκκλησία της Παναγίας Φορβιώτισσας Ασίνου).
«Η Κοινωνία των Αποστόλων», τοιχογραφία από τον ναό της Παναγίας Φορβιώτισσας Ασίνου, που χρονολογείται στο 1105.
Το αβαείο του Μπελαπαΐς, από τα σημαντικότερα μεσαιωνικά μνημεία της Κύπρου, σπάνιο δείγμα γοτθικής μοναστηριακής αρχιτεκτονικής στην Ανατολή, που χτίστηκε τον 12ο αι. από μοναχούς του τάγματος του Αγίου Ιερώνυμου.
Η εκκλησία του Αγίου Συνεσίου στο Ριζοκάρπασο· ο μισός ναός, από το ιερό μέχρι τη νότια, κύρια είσοδο, είναι βυζαντινού ρυθμού και χτίστηκε κατά τον 10ο αι., ενώ ο άλλος μισός, από τη νότια είσοδο και δυτικά, καθώς και ο οκταγωνικός θόλος χρονολογείται γύρω στο 1850.
Λεπτομέρεια της τοιχογραφίας «Η Κοίμηση της Θεοτόκου» στην εκκλησία της Παναγίας της Φορβιώτισσας.
«H Ανάληψη» (λεπτομέρεια), τοιχογραφία του 1190, στο ναό της Παναγίας του Άρακος, στα Λαγουδερά.
«Η Θεοτόκος», εικόνα του 12ου αι. με μεταγενέστερες επιζωγραφήσεις (Συλ. Φανερωμένης, Λευκωσία).
«Οι Άγιοι Γεώργιος και Θεόδωρος», τοιχογραφία του ναού του Αγίου Νικολάου της Στέγης, του 14ου αι.
«Ο Βαϊοφόρος», εικόνα του 16ου αι. (Ναός Χρυσαλινιώτισσας, Λευκωσία).
«Η Σταύρωση», από αμφιπρόσωπη εικόνα (14oς-15oς αι.) (Ναός Χρυσαλινιώτισσας, Λευκωσία).
Ξυλόγλυπτη παράσταση του αγίου Γεωργίου, από τα ωραιότερα δείγματα της κυπριακής λαϊκής τέχνης.
Η αγγειοπλαστική αποτελεί μία ανθούσα βιοτεχνία στην Κύπρο.
Σταυρός με «ντουντούνια», αντιπροσωπευτικό δείγμα της κυπριακής αργυροχοΐας.
Παλιό λευκαρίτικο κέντημα με τη χαρακτηριστική ποικιλία των «κοφτών» σχεδίων.
Ένα κυπριώτικο «αρμάριν», με έγχρωμη ανάγλυφη διακόσμηση, που προέρχεται από τη Λάρνακα.
Ο Κύπριος σκηνοθέτης Ανδρέας Πάντζης (φωτ. ΑΠΕ).
Η «Πέτρα του Ρωμιού» στη δυτική ακτή της Κύπρου, στην περιοχή της Πάφου, όπου μία εκδοχή του μύθου τοποθετεί τη γέννηση της θεάς Αφροδίτης (φωτ. Εθνικής Πινακοθήκης, αρχείο Μ. Φρουσάκη).
Πρόχους της μέσης εποχής του χαλκού (1900-1550 π.Χ.) από τη Λάπηθο της Κυρήνειας (Κυπριακό Αρχαιολογικό Μουσείο, Λευκωσία).
Λεπτομέρεια ψηφιδωτού δαπέδου απότον Οίκο του Διονύσου, στην Πάφο, που εικονίζει τη Δάφνη και τον πατέρα της Πηνειό και χρονολογείται στον 3ο αι. μ.Χ.
Η μονή του Μαχαιρά, ένα από τα παλαιότερα και σημαντικότερα μοναστήρια της Κύπρου· ιδρύθηκε το 1148 από δύο μοναχούς, μετά την ανεύρεση μιας εικόνας της Παναγίας σε παρακείμενο σπήλαιο.
Ο άγιος Μάρκος, σε ψηφιδωτό της αψίδας του ναού της Παναγίας Κανακαρίας (6ος αι.), στη Λυθράγκωμη.
Ο χάρτης της πολιορκίας της Αμμοχώστου (Ιούλιος 1570 - Αύγουστος 1571), έργο του χαρτογράφου Τζοβάνι Φραντσέσκο Καμότσιο (Μαρκιανή Βιβλιοθήκη, Βενετία).
Ψηφιδωτό δάπεδο από την έπαυλη και το λουτρό του Ευστολίου στο Κούριο.
Γενική άποψη της παραλίας της Αμμοχώστου, πριν από την τουρκική εισβολή.
To μνημείο του αγωνιστή Μ. Καραολή στη Λευκωσία είναι τόπος λαϊκού προσκυνήματος.
Η μονή Σταυροβουνίου στην Κύπρο (φωτ. Εθνικής Πινακοθήκης· αρχείο Μ. Φρουσάκη).
Οι συγγενείς των αγνοουμένων αναμένουν ακόμη την εξακρίβωση της τύχης των αγαπημένων τους προσώπων.
Η πύλη της Αμμοχώστου ονομαζόταν παλαιότερα «Πόρτα Τζουλιάνα» προς τιμήν του αρχιτέκτονα των τειχών και είναι η πιο δυνατή και περίτεχνη αλλά η πιο χαμηλή από τις τρεις πύλες· αναπαλαιώθηκε από τον δήμο Λευκωσίας και επαναλειτούργησε ως Πολιτιστικό Κέντρο (φωτ. Πρεσβεία Κύπρου).
Ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου και πρώτος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960-77) Μακάριος Γ’.
II
Φρούριο κοντά στην Ιεριχώ, το οποίο έχτισε ο Ηρώδης ο Μέγας και του έδωσε το όνομα της μητέρας του. Το κατέστρεψαν οι Εβραίοι την εποχή του Νέρωνα.
III
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 30 Ιανουαρίου.
* * *
κύπρος, ἡ (AM)
το δένδρο λαουσονία η άοπλος
αρχ.
1. το κύπρινον* («τῆς κύπρου ἡ ἐργασία παραπλησία τῇ τοῡ ροδίνου», Θεόφρ.)
2. μέτρο σιτηρών
3. (κατά τον Ησύχ.) «κεφάλαιον ἀριθμοῡ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δένδρο λαουσονία η άοπλος» είναι προφανώς δάνεια, σημιτ. προελεύσεως (πρβλ. εβρ. koper)
με τη σημ. «μέτρο σιτηρών» η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και παραμένει αβέβαιη η υπόθεση ότι είναι σημιτ. προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κύπρος — from Cyprus fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρος — from Cyprus fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύπρος — Chypre Pour les articles homonymes, voir Chypre (homonymie).  Cet article a pour sujet l île selon des considérations géographiques. Pour les différentes entités établies sur cette île, voir Chypre (pays), Chypre du Nord et Akrotiri et… …   Wikipédia en Français

  • Κύπρος — η κράτος της Α. Μεσογείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύπρω — Κύπρος from Cyprus fem nom/voc/acc dual Κύπρος from Cyprus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύπρω — κύπρος from Cyprus fem nom/voc/acc dual κύπρος from Cyprus fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • КИПР — (Κύπρος (Kypros), Cyprus) Общие сведения Официальное название Республика Кипр (греч. Κυπριακη Δημοκρατια (Kypriaki Demokratia), англ. Republic of Cyprus). Расположен в Западной Азии, на о. Кипр, в восточной части Средиземного моря. Площадь 9,25… …   Энциклопедия стран мира

  • Καρατζάς, Ιωάννης — (Κύπρος 1767 – 1798). Εθνικός αγωνιστής. Έφυγε από την Κύπρο σε νεαρή ηλικία και εγκαταστάθηκε στην Αυστροουγγαρία. Συνελήφθη από τους Αυστριακούς μαζί με τον Ρήγα Βελεστινλή για την πατριωτική δράση του. Κατά τη μεταφορά του στην… …   Dictionary of Greek

  • Κύπριος, Σαμουήλ ο Μεσημβρίας — (Κύπρος 1782 – Κωνσταντινούπολη 1855). Λόγιος. Διετέλεσε διευθυντής του πατριαρχικού τυπογραφείου και το 1820 διευθυντής της Πατριαρχικής Ακαδημίας. Το 1830 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Προκοννήσου και το 1835 μετατέθηκε στη Μεσημβρία. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Λεβέντης, Αναστάσιος — (Κύπρος 1902 – 1978). Κύπριος οικονομολόγος και εθνικός ευεργέτης. Ξεκίνησε τη δράση του στη δυτική Αφρική, ιδρύοντας έναν από τους μεγαλύτερους επιχειρηματικούς ομίλους της περιοχής. Από το 1966 διετέλεσε επίτιμος πρεσβευτής και μόνιμος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”